περισσότερα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
Search in posts
Search in pages
Filter by Categories
1922-2022
5η Συνάντηση Μονοπατιών
Newsflash
Slider
Ανοικτές Δημόσιες Διαδικασίες
ΒΡΕΦΟΝΗΠΙΑΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ
Διαρκές Συνέδριο 2022
Ειδήσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις και Δράσεις
Εκδηλώσεις Πολιτιστικού Κέντρου
Εκδόσεις
Επικαιρότητα
Εσπερίδες
Οικονομικά Στοιχεία Δήμου
Ομιλίες Εσπερίδων
Πολιτική Προστασία
Προμήθειες - Έργα - Μελέτες
Προσλήψεις

Κεντρική Ομιλία Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου Δήμου Καισαριανής «100 Χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή»: «Νομοτέλεια και επιλογές που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή» του Κεντρικού Ομιλητή του Συνεδρίου, καθηγητή, ιστορικού & συγγραφέα, Γιώργου Μαυρογορδάτου

Κεντρικός Ομιλητής του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής, Γιώργος Μαυρογορδάτος, ιστορικός, συγγραφέας, Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΕΚΠΑ
Κεντρικός Ομιλητής του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 Χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή»,
Γιώργος Μαυρογορδάτος, ιστορικός, συγγραφέας, Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης ΕΚΠΑ

“Όπως δηλώνει ο τίτλος της ομιλίας μου, σκοπεύω να σας μιλήσω πρώτα για νομοτέλεια και ύστερα για επιλογές που οδηγούν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Νομοτέλεια σημαίνει ότι ένα φαινόμενο υπακούει σε σταθερούς νόμους, χωρίς να υπάρχουν περιθώρια επιλογής ή, έστω, αβεβαιότητας. Νομοτελειακή είναι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Νομοτελειακή είναι η προσφυγοποίηση των Τούρκων και άλλων Μουσουλμάνων που κατοικούσαν στα εδάφη που έχασε. Νομοτελειακή είναι και η αντίδραση των Νεοτούρκων στο τραύμα της καταστρεπτικής ήττας στους Βαλκανικούς Πολέμους. Θα δούμε ύστερα τις επιλογές του Βενιζέλου και τελικά εκείνες των αντιπάλων του.

Tο 1922 σήμανε το τέλος της λεγόμενης Μεγάλης Ιδέας. Αυτή εξαρχής χαρακτηριζόταν από ασάφεια και αοριστία. Είχε τουλάχιστον δύο βασικές εκδοχές, που αποτελούν διαμετρικά αντίθετους πόλους. Ως αλυτρωτικό πρόγραμμα, η Μεγάλη Ιδέα αφορούσε την απόκτηση από το ελληνικό εθνικό κράτος εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ελληνικούς πληθυσμούς. Ως ακραία ρομαντική φαντασίωση, η Μεγάλη Ιδέα αφορούσε την υποκατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από μία ελληνική αυτοκρατορία σαν τη Βυζαντινή. Για να κατανοήσουμε το 1922 χρειάζεται, λοιπόν, προεισαγωγικά να εξετάσουμε ένα γενικό, γενικότατο ζήτημα: είναι οι αυτοκρατορίες μακροπρόθεσμα βιώσιμες;

Το ερώτημα είναι ευκολότερο να απαντηθεί αν περιοριστούμε στη νεότερη και σύγχρονη εποχή. Είναι βιώσιμες οι αυτοκρατορίες μετά την εμφάνιση του εθνικισμού; Δηλαδή μετά την εμφάνιση μιας ιδεολογίας που όχι μόνο θεωρεί τα έθνη ανώτερη μορφή ανθρώπινης κοινότητας, αλλά και υπαγορεύει την απελευθέρωσή τους και την ενοποίησή τους στο πλαίσιο ανεξάρτητων εθνικών κρατών. Είναι λοιπόν βιώσιμες οι κατά τεκμήριο πολυεθνικές αυτοκρατορίες μετά την εμφάνιση του εθνικισμού; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Αργά ή γρήγορα, ο εθνικισμός θα προκαλέσει τη διάλυσή τους και την αντικατάστασή τους από περισσότερα εθνικά κράτη – δηλαδή περισσότερα του ενός για κάθε αυτοκρατορία. Είναι λοιπόν λάθος να προσεγγίζουμε το 1922 ξεκινώντας απλώς από το 1919 ή έστω από το 1914. Η αφετηρία πρέπει να είναι πολύ προγενέστερη και χρονικά και λογικά: το 1821.

Από το 1821 δεν δρομολογείται απλώς η συγκρότηση ελληνικού εθνικού κράτους. Η άλλη όψη του ίδιου ακριβώς γεγονότος είναι ότι δρομολογείται ταυτόχρονα και η αναπόφευκτη πλέον διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τους Έλληνες θα μιμηθούν στη συνέχεια και άλλα έθνη, αποσπώντας εδάφη της Aυτοκρατορίας μέχρι και την οριστική ήττα της το 1918.

Με άλλα λόγια, από το 1821 αποκλείεται πλέον να διατηρηθεί η Οθωμανική  Αυτοκρατορία και να περάσει ακέραιη σε ελληνικό ή έστω πολυεθνικό έλεγχο. Φαίνεται εδώ πόσο εξωπραγματικές και αναχρονιστικές ήσαν οι φαντασιώσεις του Ίωνα Δραγούμη και άλλων, ότι μπορούσε τάχα το ελληνικό έθνος πρώτα, όπως γράφει, «να συγκυριαρχήσει με τον Τούρκο στην Ανατολή» και ύστερα να πάρει «αγάλι αγάλι  τη θέση του Τούρκου για να γίνει ξανά το θάμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας». Δικαιολογημένα τις φαντασιώσεις αυτές χαρακτήριζε «μωρίες» ο Βενιζέλος το 1915.

Όπως ακριβώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξ ορισμού δεν μπορούσε να πετύχει την εξίσωση Μουσουλμάνων και Χριστιανών, έτσι και τα νέα εθνικά αλλά και χριστιανικά κράτη που προέκυπταν σταδιακά από τον διαμελισμό της δεν μπορούσαν να εγγυηθούν στους Μουσουλμάνους ισονομία και ασφάλεια. Διαφορετικά, τι νόημα θα είχε η εθνική απελευθέρωση και ανεξαρτησία των μέχρι πριν υπόδουλων ραγιάδων, στα δικά τους μάτια;

Από το 1821, όσοι Μουσουλμάνοι γλίτωσαν από σφαγές έφυγαν από την επαναστατημένη Ελλάδα (ή αλλαξοπίστησαν). Μετά την ειρηνική προσάρτηση της Θεσσαλίας και της επαρχίας της Άρτας, πάλι έφυγαν οι Μουσουλμάνοι. Τέλος, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι προκάλεσαν μία εντελώς ανεξέλεγκτη αλυσιδωτή αντίδραση. Πρώτα προσφυγικό κύμα Μουσουλμάνων από την Ελλάδα και τα άλλα Βαλκάνια προς την Τουρκία, ύστερα Ελλήνων από την Τουρκία προς την Ελλάδα, ύστερα ελληνική απόβαση στη Μικρά Ασία για την παλιννόστηση των προσφύγων και την προστασία των ελληνικών πληθυσμών.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Βενιζέλος εφάρμοσε την πολιτική ισονομίας μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων που είχε ήδη διαμορφώσει στην αυτόνομη Κρητική Πολιτεία, προβλέποντας ακριβώς αυτή την επέκταση του ελληνικού κράτους. Η τελική συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (Συνθήκη των Αθηνών) τον Νοέμβριο του 1913 εγγυήθηκε τα κάθε λογής δικαιώματα και συμφέροντα των Μουσουλμάνων στις Νέες Χώρες που είχε αποκτήσει η Ελλάδα. Ο Βενιζέλος απέβλεπε πλέον στη μελλοντική ειρηνική συνύπαρξη Ελλάδας και Τουρκίας και απέκλειε ουσιαστικά τη διεκδίκηση άλλων τουρκικών εδαφών από την Ελλάδα. Η πολιτική του ταίριαζε σε μία χώρα που έβγαινε κερδισμένη από τους πολέμους. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για την Τουρκία.

Στους Βαλκανικούς Πολέμους οι Οθωμανοί έχασαν ξαφνικά όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά τους εδάφη (περισσότερο από το 80%), με μοναδική εξαίρεση την Ανατολική Θράκη. Η αντίδραση σ’ αυτή την αναπάντεχη καταστροφή εκδηλώθηκε αμέσως από τους Νεότουρκους, που υιοθέτησαν ως συνταγή σωτηρίας τον εκτουρκισμό, με κριτήριο τη μουσουλμανική θρησκεία. Αντίθετα, οι μη μουσουλμάνοι στοχοποιήθηκαν ως μη νομιμόφρονες και ως πράκτορες ευρωπαϊκών οικονομικών συμφερόντων που εκμεταλλεύονταν τη μουσουλμανική πλειονότητα. Η απώλεια των Βαλκανίων σήμανε επίσης την αναγκαστική πλέον προσήλωση στην ακεραιότητα και ασφάλεια της Μικράς Ασίας. Οι Νεότουρκοι αρνήθηκαν να αποδεχθούν την απόκτηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την Ελλάδα. Επιπλέον, οι ελληνικοί πληθυσμοί των μικρασιατικών παραλίων έπρεπε να εκδιωχθούν ή να εκτοπισθούν στα βάθη της ανατολικής Μικράς Ασίας, ακόμη και μέχρι το Ερζερούμ!

Για τους διωγμούς των ελληνικών πληθυσμών, η κυβέρνηση των Νεοτούρκων διέθετε όχι μόνο οπλοστάσιο διοικητικών μέτρων, αλλά και ένα πρόθυμο εργαλείο, για το οποίο τυπικά δεν έφερε ευθύνη. Ήσαν οι ταλαιπωρημένοι και εξαθλιωμένοι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από την Ελλάδα και τα άλλα Βαλκάνια. Αυτοί όχι μόνο διψούσαν για εκδίκηση για όσα είχαν υποστεί, αλλά και προσδοκούσαν να αποκατασταθούν στις περιουσίες των Ελλήνων που θα έφευγαν με τη σειρά τους ως πρόσφυγες. Εμβληματική υπήρξε η καταστροφή της Φώκαιας τον Ιούνιο του 1914.

Έτσι, το 1914 η Ελλάδα αντιμετώπισε άμεσο κίνδυνο νέου πολέμου με την Τουρκία, στον οποίο όμως θα ήταν ολομόναχη, χωρίς συμμάχους πλέον. Θανάσιμη απειλή αποτελούσαν δύο υπερσύγχρονα θωρηκτά που η Τουρκία περίμενε να παραλάβει από βρετανικά ναυπηγεία το καλοκαίρι του 1914. Με αυτά θα αποκτούσε αμέσως τον απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου. Η κυβέρνηση Βενιζέλου έκανε ό,τι μπορούσε για την αποτροπή του πολέμου, αρχίζοντας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για το ζήτημα των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Για τη διάσωση των ελληνικών πληθυσμών των παραλίων της Μικράς Ασίας, ο Βενιζέλος αποδέχθηκε καταρχήν την τουρκική πρόταση ανταλλαγής τους με Μουσουλμάνους από την ελληνική Μακεδονία και την Ήπειρο. Για τον καθορισμό των λεπτομερειών συγκροτήθηκε Μικτή Επιτροπή από Οθωμανούς και Έλληνες αντιπροσώπους, που συνεδρίασε πρώτη φορά στη Σμύρνη τον Ιούνιο του 1914, αλλά διαλύθηκε μέχρι το τέλος του έτους χωρίς να καταλήξει σε συμφωνία. Ο Βενιζέλος ήδη τότε προφανώς προτιμούσε μία συμφωνημένη ανταλλαγή πληθυσμών από μία εξέλιξη ακόμη πιο βλαπτική για τα ελληνικά συμφέροντα: τη μονομερή απογύμνωση και εκδίωξη ή εξόντωση ελληνικών πληθυσμών.

Ωστόσο, η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άλλαξε τελείως τα πράγματα. Αμέσως κατασχέθηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση τα δύο επίφοβα θωρηκτά που περίμενε να παραλάβει η Τουρκία. Έτσι, ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν μπορούσε πλέον να προκληθεί εκ του ασφαλούς με πρωτοβουλία της Τουρκίας. Εντελώς αντίθετα, η ευκαιρία που πρόσφερε ο Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ελλάδα ήταν μοναδική. Ποτέ άλλοτε δεν θα είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την Τουρκία στο πλευρό τόσο ισχυρών συμμάχων, όπως ήταν η Τριπλή Συνεννόηση (η Αντάντ). Ήταν επίσης η τελευταία ευκαιρία για τη διάσωση των ελληνικών πληθυσμών της Τουρκίας, αφού αυτοί απειλούνταν με άμεση και οριστική εξαφάνιση. Δεν χωρούσε καμία αναβολή. Αργότερα θα ήταν πια πολύ αργά.

Τον Ιανουάριο του 1915, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών υποσχέθηκε στην Ελλάδα εδαφικά ανταλλάγματα στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας αν έπαιρνε μέρος στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ. Σημειώνεται έτσι μία ξαφνική και μοιραία μεταβολή στη μέχρι τότε πολιτική του Βενιζέλου. Για πρώτη φορά, η εδαφική επέκταση του ελληνικού κράτους στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας εμφανίζεται ως ο μόνος πλέον τρόπος προστασίας των εκεί ελληνικών πληθυσμών.

Σύμφωνα με τους πρόχειρους υπολογισμούς του Βενιζέλου, η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει στη Μικρά Ασία 125.000 τ.χλμ. με ελληνικό πληθυσμό 800.000. Με άλλα λόγια, θα υπερδιπλασίαζε το έδαφός της, αλλά με δυσανάλογα μικρό ελληνικό πληθυσμό. Γίνεται εδώ φανερή η αοριστία και η υπερβολή που χαρακτήριζαν εξαρχής την επιδίωξη εδαφικής επέκτασης στη Μικρά Ασία. Γίνεται επίσης φανερή η ουσιαστική αδιαφορία του Βενιζέλου για την πραγματική εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της.

Ο Ιωάννης Μεταξάς διαφωνούσε τότε με τον Βενιζέλο για την ιδέα επέκτασης του ελληνικού κράτους στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με την ανάλυσή του, το ελληνικό κράτος θα αποκτούσε χώρα με πληθυσμό στην πλειονότητα τουρκικό, που θα αλλοίωνε την εθνική του υπόσταση. Η άμυνα και η ασφάλεια της χώρας αυτής θα απορροφούσε στρατιωτικούς και άλλους πόρους του κράτους, εξασθενίζοντας τη θέση του στην Ευρώπη. Πράγματι, ακόμη και σύμφωνα με τις ελληνικές στατιστικές που επικαλέστηκε το 1918 ο Βενιζέλος, η ελληνική ζώνη στη Μικρά Ασία θα περιλάμβανε μεγάλη τουρκική πλειοψηφία. Υπολόγιζε όμως ότι θα γίνονταν σταδιακά αμοιβαίες μετακινήσεις πληθυσμών.

Υπήρχε άραγε για την Ελλάδα ρεαλιστική και εφαρμόσιμη εναλλακτική πολιτική για τη σωτηρία του ελληνισμού της Τουρκίας; Πολιτική διαφορετική από εκείνη του Βενιζέλου; Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονταν ότι, αν η Ελλάδα έμπαινε στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ και εχθρός της Τουρκίας, θα προκαλούσε αμέσως τον αφανισμό των Ελλήνων της Τουρκίας. Βαυκαλίζονταν με τις υποσχέσεις της Γερμανίας ότι θα τους προστάτευε, όσο η Ελλάδα έμενε ουδέτερη. Όμως οι γερμανικές εγγυήσεις αποδείχθηκαν εντελώς ανεπαρκείς. Παρά την ουδετερότητα της επίσημης Ελλάδας – της Ελλάδας του Κωνσταντίνου – οι διωγμοί των Ελλήνων συνεχίστηκαν και μάλιστα συστηματοποιήθηκαν και κλιμακώθηκαν από το 1916.

Τελικά, τον Μάιο του 1919 παρουσιάστηκε η μοναδική ευκαιρία για άμεση κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό, με κοινή απόφαση Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ. Ο Βενιζέλος μπορούσε τότε να υπολογίζει ότι η Ελλάδα δεν θα αντιμετώπιζε ποτέ μόνη της στη Μικρά Ασία ενδεχόμενη αντίσταση εκ μέρους των Τούρκων, αλλά μόνο σε σύμπραξη με τις νικήτριες Μεγάλες Δυνάμεις, καθώς και με τη μεγάλη Αρμενία που επρόκειτο να δημιουργηθεί. Αυτές οι συνθήκες επρόκειτο στη συνέχεια να μεταβληθούν ριζικά. Αλλά η προσήλωση στη Σμύρνη υπήρξε εξαρχής άστοχη, όχι μόνο από στρατιωτική, αλλά και από οικονομική άποψη. Αν νέα κρατικά σύνορα την είχαν αποκόψει από τη μικρασιατική ενδοχώρα της, θα είχε αναπόφευκτα παρακμάσει.

 Ο Βενιζέλος ήταν βέβαιος ότι θα κέρδιζε τις εκλογές που έγιναν την 1η Νοεμβρίου 1920. Δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για το αντίθετο. Δεν μπορούσε άλλωστε να τις καθυστερήσει άλλο, αφού παρουσίασε παραπλανητικά τη Συνθήκη των Σεβρών σαν οριστική τάχα συνθήκη ειρήνης που τερμάτιζε τον πόλεμο με την Τουρκία. Ωστόσο, μεσολάβησε στις 12 Οκτωβρίου ο απροσδόκητος θάνατος του βασιλέα Αλεξάνδρου, που ουσιαστικά μετέτρεψε τις εκλογές σε άτυπο δημοψήφισμα υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου, εξασφαλίζοντας σαρωτική νίκη στους Αντιβενιζελικούς. Αυτοί κέρδισαν ολόκληρη την Παλαιά Ελλάδα, αλλά και 69 από τις 74 έδρες της Μακεδονίας χάρη στη συμπαγή ψήφο των εκεί αλλοεθνών και ειδικά των Τούρκων.

Αυτά για τις κυριότερες επιλογές του Βενιζέλου. Ας δούμε τώρα τις επιλογές των αντιπάλων του.

Επιλογή του Κωνσταντίνου ήταν ότι επέμεινε να επιστρέψει το 1920 παρά τις προειδοποιήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας ότι η επάνοδός του θα προκαλούσε απαλλαγή τους από κάθε δέσμευση απέναντι στην Ελλάδα, καθώς και τη διακοπή κάθε οικονομικής βοήθειας. Παρά τις επανειλημμένες δηλώσεις που είχε κάνει ο ίδιος στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ότι θα παραιτηθεί αν νικήσει η Αντάντ, και μολονότι ήταν βαριά άρρωστος και ανίκανος να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, αρνήθηκε μέχρι τέλους να παραιτηθεί οικειοθελώς.

Ο Δημήτριος Γούναρης και οι άλλοι Αντιβενιζελικοί οργάνωσαν το νόθο δημοψήφισμα του 1920 για να μεταθέσουν την ευθύνη της επανόδου του Κωνσταντίνου στον ίδιο τον Λαό. Για να εκμεταλλευθούν ύστερα το γόητρο του Κωνσταντίνου ως νικηφόρου Στρατηλάτη, δημιούργησαν την πλαστή εντύπωση ότι τάχα αναλάμβανε ξανά «αρχιστράτηγος», όπως στους Βαλκανικούς Πολέμους. Γι’ αυτό τον περιέφεραν στη Μικρά Ασία επί τρεις μήνες σαν ζωντανό ακόμη σύμβολο για παραπλάνηση του στρατού και της κοινής γνώμης, μολονότι νοσούσε και δεν είχε αρκετή επαφή με την πραγματικότητα. Στάθηκαν πολύ τυχεροί που δεν πέθανε εκεί στα χέρια τους, αντί στο Παλέρμο ενάμιση χρόνο αργότερα.

 Στην εξαιρετικά δυσχερή και αδιέξοδη κατάσταση που βρέθηκε η Ελλάδα στις αρχές του 1921 λόγω του πολέμου στη Μικρά Ασία, η χώρα διέθετε δύο ικανότατους ανθρώπους στους οποίους μπορούσε και έπρεπε να στηριχθεί: τον Βενιζέλο στο διπλωματικό πεδίο και τον Μεταξά στο στρατιωτικό. Αυτό το απέκλεισε ο Γούναρης, από εμπάθεια και ιδιοτέλεια.

Ανεξάρτητα από την προγενέστερη διαφωνία τους για τη Μικρά Ασία, την άνοιξη του 1921 υπήρχε πλέον σύμπτωση απόψεων μεταξύ Βενιζέλου και Μεταξά. Στη συζήτηση που είχε με τον Γούναρη, τον Πρωτοπαπαδάκη και τον Νικόλαο Θεοτόκη στις 25 και 29 Μαρτίου 1921, ο Μεταξάς συμβούλεψε να ξεχάσουν τις επιθετικές ενέργειες, να οχυρώσουν τα σύνορα της Συνθήκης των Σεβρών και να περιοριστούν στην άμυνα, μέχρι να βρεθεί διπλωματική λύση. Παρόμοιες απόψεις είχε και ο Βενιζέλος, όπως προέκυψε από επιστολή του που δημοσιεύτηκε έξη μήνες αργότερα. Όταν τη διάβασε στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Μεταξάς σημείωσε απλώς στο ημερολόγιό του: «Ακριβώς αι ιδέαι μου».

Με κάλυψη και πρόφαση τον Κωνσταντίνο, η Αντιβενιζελική ηγεσία χειρίστηκε το Μικρασιατικό ζήτημα σαν να μην υπήρχε άλλη επιλογή από τη συνέχιση και την κλιμάκωση της εκστρατείας. Αντί να εκμεταλλευθούν τρεις διαδοχικές ευκαιρίες διπλωματικής διεξόδου για τερματισμό του πολέμου, με βρετανική μεσολάβηση και υποστήριξη, οι Αντιβενιζελικοί επιδίωξαν οριστική στρατιωτική λύση από μόνο τον ελληνικό στρατό. Ήθελαν να αποδείξουν σε όλους και προπαντός στη Μεγάλη Βρετανία ότι θα τα καταφέρουν εξίσου καλά ή και καλύτερα από τον Βενιζέλο. Αντίστροφα, τους κατείχε ο φόβος ότι τυχόν απαγκίστρωση εκ μέρους τους από τη Μικρά Ασία θα επέφερε μοιραία την επιστροφή του. Η στάση τους υποχρέωσε ακόμη και τον Μεταξά να αναφωνήσει αγανακτισμένος: «Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον διά του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθη ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον, διά να μη έλθη ο Βενιζέλος;».

Εγκλωβισμένη στη νοοτροπία αυτή, που επέβαλε προσωπικά ο Γούναρης, η Αντιβενιζελική ηγεσία δεν διανοήθηκε να επωφεληθεί από τις επανειλημμένες υποδείξεις του Βενιζέλου, ούτε βέβαια να τον χρησιμοποιήσει στο εξωτερικό, όπως ήθελε αρχικά ως πρωθυπουργός ο Δημήτριος Ράλλης. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον Γούναρη και τον Κωνσταντίνο στις 22 Ιανουαρίου 1921. Ενδεικτικά, ακόμη και στις 30 Μαρτίου 1922, παρά το εντεινόμενο διπλωματικό αδιέξοδο, η Καθημερινή θεωρούσε «ανόητη» την «αξίωση» των Βενιζελικών να ανατεθεί στον Βενιζέλο η εκπροσώπηση της Ελλάδας στο εξωτερικό.

Έτσι αχρηστεύθηκε ο Βενιζέλος. Ας δούμε τώρα πώς αχρηστεύθηκε από τον Γούναρη και ο Μεταξάς.

Επιλέγοντας τη συνέχιση και κλιμάκωση του πολέμου στη Μικρά Ασία, οι Αντιβενιζελικοί και προσωπικά ο Γούναρης προτίμησαν ως υπουργό Στρατιωτικών τον εντελώς ανίδεο Νικόλαο Θεοτόκη και ως αρχιστράτηγο τον εντελώς αστοιχείωτο Αναστάσιο Παπούλα, προκαλώντας παράλληλα ανταγωνισμό και πολυφωνία μεταξύ διαφόρων στρατιωτικών. Στο στρατιωτικό πεδίο διαμορφώθηκε έτσι μία κατάσταση που εξασφάλιζε απόλυτη ελευθερία κινήσεων στον Γούναρη. Κανείς από τους στρατιωτικούς δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει, να επιβάλει και να εφαρμόσει με συνέπεια και συνέχεια ένα δικό του στρατηγικό σχέδιο στη Μικρά Ασία. Μόνο κάποιος σαν τον Μεταξά θα μπορούσε να το είχε κάνει, από τη θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Πράγματι, τον Μάρτιο του 1921, η μία και μοναδική θέση που ήταν έτοιμος να αποδεχθεί ο Μεταξάς ήταν η θέση του υπουργού Στρατιωτικών. Ως υπουργός Στρατιωτικών, θα είχε τον πλήρη έλεγχο του στρατού και των επιχειρήσεων, επιβάλλοντας τις δικές του απόψεις. Αλλά δεν του το πρότειναν, ούτε αυτός το ζήτησε, επειδή γνώριζε ότι ο Γούναρης το απέκλειε, αφού δεν θα μπορούσε ποτέ να τον χειραγωγήσει, όπως τους άλλους.

Έτσι αποφασίστηκε στις 15 Ιουλίου 1921 η προέλαση προς την Άγκυρα. Χωρίς σαφείς στόχους, η Στρατιά Μικράς Ασίας υπέστη μάταια εξαντλητικές πορείες, μεγάλες στερήσεις και σκληρές μάχες στον Σαγγάριο, με πολλές απώλειες. Ακόμη πιο ανεπανόρθωτη ήταν η απώλεια του ηθικού και της μαχητικής της ικανότητας. Αν έμενε στην ίδια κατάσταση και στις ίδιες θέσεις, ήταν απλώς θέμα χρόνου η κατάρρευσή της.

Οι Αντιβενιζελικοί απέκρουαν τις διπλωματικές λύσεις όσο το γόητρο και το ηθικό του ελληνικού στρατού ήσαν ακόμη ακμαία και τις αναζήτησαν μόνο όταν είχαν πλέον καταρρακωθεί και τα δύο μετά την αιματηρή αποτυχία της άσκοπης εξόρμησης προς Άγκυρα που οι ίδιοι αποφάσισαν. Αλλά ήταν πια πολύ αργά. Ακόμη και όταν πλέον προεξοφλούσαν την καταστροφή, τον Φεβρουάριο του 1922, δεν προχώρησαν στην επιβαλλόμενη εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό πληθυσμό και τον στρατό.  Άφησαν ιδίως τη Στρατιά αποτελματωμένη για ένα σχεδόν χρόνο σε ένα μέτωπο που ήταν εξαρχής μειονεκτικό και ευάλωτο ακριβώς στο σημείο όπου εκδηλώθηκε η απόλυτα προβλέψιμη τουρκική επίθεση.

Παρά τις επίσημες δηλώσεις και διακηρύξεις, η τύχη του Ελληνισμού της Τουρκίας κατά βάθος δεν απασχολούσε τους Αντιβενιζελικούς, τουλάχιστον τους περισσότερους, τουλάχιστον ως πρώτη προτεραιότητα. Υπερίσχυε μάλιστα σε πολλούς το μίσος που προκαλούσε η πίστη των περισσοτέρων Ελλήνων της Τουρκίας στον Βενιζέλο. Τα κύρια άρθρα «Οίκαδε…» και «Οι Πομερανοί» στην εφημερίδα «Καθημερινή» δεν πρόλαβαν να συμβάλουν στη στρατιωτική κατάρρευση, όπως υποστηρίχθηκε εκ των υστέρων. Φανέρωναν όμως αδιαφορία για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Δεν υπήρξε η παραμικρή μέριμνα για την έγκαιρη διαφυγή τους. Αντίθετα μάλιστα, μέχρι την τελευταία στιγμή εμποδίζονταν να φύγουν. Μέχρι και οκτώ ολόκληρες μέρες μετά την εκδήλωση της τελικής τουρκικής επίθεσης στις 13 Αυγούστου, ο Ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης ζήτησε και πήρε στις 22 Αυγούστου την έγκριση της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη για να συνεχίσει να εμποδίζει την αναχώρηση ακόμη και εκείνων που ήσαν σε θέση να πληρώσουν οι ίδιοι για τα εισιτήριά τους και να φύγουν «με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια». Το αποδεικνύει και πρόσφατη σχετική μελέτη, που ξεκίνησε παραδόξως με την αντίθετη πρόθεση! Αυτή είναι ασφαλώς η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του Βενιζέλου και των αντιπάλων του. Η πιο ασυγχώρητη επιλογή τους.

Ακόμη και το 1930, ο Παναγής Τσαλδάρης δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει μία πειστική δικαιολογία στο ζήτημα αυτό. Στη διάρκεια της συζήτησης για τη Σύμβαση της Άγκυρας, ο Βενιζέλος επικαλέστηκε τη γνωστή επιστολή του Γούναρη προς τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, όπου ο τότε πρωθυπουργός προεξοφλούσε την καταστροφή ήδη από τον Φεβρουάριο του 1922. Έπρεπε λοιπόν – «εάν υπήρχεν το αναγκαίον πολιτικόν θάρρος» – να είχε αποφασιστεί  αμέσως τότε η  εκκένωση της Μικράς Ασίας, τόνισε ο Βενιζέλος, αφού μάλιστα ο ίδιος ήταν έτοιμος να την υποστηρίξει δημόσια. Η άνετη μεταφορά του ελληνικού πληθυσμού με τον κινητό του πλούτο θα απαιτούσε δύο με τρεις μήνες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του. Μπορούσαν έτσι να αποφευχθούν οι απώλειες των αμάχων, η στρατιωτική κατάρρευση και η συνακόλουθη απώλεια της Ανατολικής Θράκης.

Οι δικαιολογίες του Τσαλδάρη ήσαν αξιοθρήνητες. Η εκκένωση του ελληνικού πληθυσμού δεν αποφασίστηκε τότε επειδή θα αποτελούσε «το σύνθημα της ηττοπαθείας προς τον στρατόν και θα ενέπνεε τον πανικόν εις τον εγχώριον πληθυσμόν. Άλλως τε οι αρμόδιοι στρατιωτικοί και επιτελικοί κύκλοι, των οποίων εζητήθη η γνώμη, απεφάνθησαν ότι διά την εκκένωσιν των στρατιωτικώς κατεχομένων εδαφών από τον ομογενή πληθυσμόν θα απητείτο διάστημα 6 μηνών και δαπάνη ολοκλήρων εκατομμυρίων». Ο Βενιζέλος δεν κρατήθηκε και διέκοψε τον Τσαλδάρη: «Εγώ, εάν μου έλεγον τοιαύτα πράγματα, θα τους έπιανα από τ’ αυτί και θα τους έλεγα ότι είναι ανάξιοι να είναι επιτελείς».

Γι’ αυτό, λοιπόν, προτίμησε η Αντιβενιζελική ηγεσία να εγκαταλειφθεί ο ελληνικός πληθυσμός στην τύχη του; Για να εξοικονομήσει μερικά  εκατομμύρια; Οι έξι μήνες από τον Φεβρουάριο του 1922 έτσι κι αλλιώς πέρασαν (με πλήρη αδράνεια) μέχρι την κατάρρευση. Τα εκατομμύρια έτσι κι αλλιώς βρέθηκαν, με το αναγκαστικό δάνειο που επινόησε ο Πρωτοπαπαδάκης. Οκτώ ολόκληρα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την εκτέλεση των Έξι, ο δεύτερος αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος δεν είχε να πει τίποτε περισσότερο σε υπεράσπισή τους (και ειδικά του Δημητρίου Γούναρη, προκατόχου και φίλου του).

Όταν πλέον ήρθαν στην Ελλάδα οι πρόσφυγες, η προηγούμενη αδιαφορία των Αντιβενιζελικών επρόκειτο να μεταβληθεί σε απροκάλυπτη εχθρότητα. Έχω γράψει αναλυτικότατα γι’ αυτό και δεν χρειάζεται, ούτε μπορώ τώρα να τα επαναλάβω. Θυμίζω μόνο τι έγραψε για τους πρόσφυγες ο Γεώργιος Βλάχος στην «Καθημερινή» το 1928, αμφισβητώντας ευθέως την ελληνικότητά τους. «Ας είναι και αδελφοί και εξάδελφοι». Δηλαδή τελικά δεν είναι αδελφοί! Δεν έχουν θέση στον «ελληνικό συνδυασμό, τον συνδυασμό των γηγενών».

Δεκαέξι χρόνια αργότερα, ο Γιώργος Θεοτοκάς έγραφε στο ημερολόγιό του στις 21 Δεκεμβρίου 1944, δηλαδή στη διάρκεια των Δεκεμβριανών: «…ολοένα περισσότερο έχει κανείς την εντύπωση ότι η επανάσταση αυτή είναι, στην Αθήνα τουλάχιστο, επανάσταση των προσφύγων εναντίον των γηγενών… Η προσφυγική μάζα δεν συγχωρεί τη μειονεκτική κοινωνική θέση στην οποία έζησε αυτά τα είκοσι χρόνια.»

Αφού βρισκόμαστε στην Καισαριανή, βρήκα ότι ταιριάζει αυτό το κλείσιμο”.

Ο Κεντρικός Ομιλητής του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής, Γιώργος Μαυρογορδάτος, με τον Δήμαρχο Καισαριανής, Χρήστο Βοσκόπουλο
Ο Κεντρικός Ομιλητής του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής, Γιώργος Μαυρογορδάτος, με τον Δήμαρχο Καισαριανής, Χρήστο Βοσκόπουλο

Σύντομο βιογραφικό του Κεντρικού Ομιλητή του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής, Γιώργου Μαυρογορδάτου

Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος έχει υπάρξει Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, με ειδίκευση στην Πολιτική Κοινωνιολογία, τη Συγκριτική Πολιτική και την Πολιτική Ιστορία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1997 -2012), Επισκέπτης Καθηγητής στο Universität Salzburg (1997), στο Johns Hopkins University - Bologna Center (1986) καθώς και στο University of California, Berkeley (1983).
Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος έχει υπάρξει Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, με ειδίκευση στην Πολιτική Κοινωνιολογία, τη Συγκριτική Πολιτική και την Πολιτική Ιστορία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1997 -2012), Επισκέπτης Καθηγητής στο Universität Salzburg (1997), στο Johns Hopkins University – Bologna Center (1986) καθώς και στο University of California, Berkeley (1983).

Ο Γιώργος Μαυρογορδάτος έχει υπάρξει Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, με ειδίκευση στην Πολιτική Κοινωνιολογία, τη Συγκριτική Πολιτική και την Πολιτική Ιστορία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1997 -2012), Επισκέπτης Καθηγητής στο Universität Salzburg (1997), στο Johns Hopkins University – Bologna Center (1986) καθώς και στο University of California, Berkeley (1983).

Για το βιβλίο του “Stillborn Republic” τιμήθηκε, το 1984, με την ανώτατη διάκριση της Αμερικανικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, το Woodrow Wilson Foundation Award.

Είναι συγγραφέας βιβλίων με μεγάλο αντίκτυπο, μεταξύ των οποίων, το ευπώλητο «1915: Ο Εθνικός Διχασμός», έχει συγγράψει δεκάδες επιστημονικά άρθρα, έχει συμμετάσχει σε δεκάδες συλλογικές εκδόσεις και είναι πολυγραφότατος αρθρογράφος στον ελληνικό τύπο.

Τον Γιώργο Μαυρογορδάτο προλόγησε ο Δήμαρχος Καισαριανής, Χρήστος Βοσκόπουλος.

Τον Γιώργο Μαυρογορδάτο προλόγησε ο Δήμαρχος Καισαριανής, Χρήστος Βοσκόπουλος.

Παρακολουθήστε την ομιλία του κυρίου Μαυρογορδάτου στο κανάλι του Δήμου Καισαριανής στο YouTube:

«Νομοτέλεια και επιλογές που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή», Γιώργος Μαυρογορδάτος – YouTube

Μετάβαση στο περιεχόμενο