Ομιλία Kristina Gedgaudaitė, Μεταδιδακτορικής ερευνήτριςα Marie Skłodowska-Curie του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ στην 3η εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου «1922 – 2022: 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού & Ανάδειξης Σύγχρονης Ιστορίας του Δήμου Καισαριανής αφορά στο τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, “Το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής”
Αχ παιδάκι μου, ποιος θα τα πει τα δικά μας τα βάσανα, ποιος θα τα κάνει ιστορία να τα διαβάζουνε όλοι, να μαθαίνουνε. Δε σώνονται τα δικά μας!
Μαριάνθη Καραμουσά, Η έξοδος, Τόμος Α’ , Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών
Το παρελθόν και η ιστορία
Ξεκινώ τη παρέμβασή μου με αυτήν τη φράση από την αφήγηση της Μαριάνθης Καραμουσά, που ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μολονότι οι πρόσφυγες μπορεί να αισθάνονταν ότι «τα βάσανά τους θα μείνουν έξω από την ιστορία» όταν ήρθαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’20, σήμερα δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί την ελληνική ιστορία χωρίς την καταγραφή των εμπειριών τους. Κι όμως, η θέση που πήραν οι αφηγήσεις των προσφύγων σε μια περίοδο 100 πλέον χρόνων, δεν ήταν πάντα η ίδια. Και ο ρόλος που έπαιξαν ήταν πολλαπλός, πολλαπλά συνδεδεμένος με τις ανάγκες της κοινότητας εντός της οποίας αυτές οι αφηγήσεις ανακαλούνταν και διαδίδονταν.
Στην περίπτωση της Μικρασίας, η μνήμη δεν είναι απλώς ένα αφήγημα που σε διάφορες μορφές μοιράζεται η ελληνική κοινωνία. Είναι ταυτόχρονα μια ενσώματη και βιωματική εμπειρία, μια μνήμη που αφήνει το σημάδι της στην ελληνική καθημερινότητα μέσα από πολλαπλές πολιτισμικές πρακτικές. Όχι μόνο ιστορίες, αλλά και γεύσεις, κινήσεις, και μουσικές, οι οποίες λειτουργούν ως «δοχεία» με μνήμες από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και τον Πόντο, μνήμες οι οποίες διατηρούνται στη σημερινή Ελλάδα.
Εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή, τι ρόλο παίζουν αυτά τα ιστορικά γεγονότα στην ελληνική κοινωνία; Ποιός και πώς τα θυμάται; Αυτές ακριβώς οι ερωτήσεις ήταν στον πυρήνα της διδακτορικής μου διατριβής, η οποία βγήκε σε μορφή βιβλίου τον Νοέμβρη του 2021, με τίτλο Memories of Asia Minor in Contemporary Greek Culture: An Itinerary [Μνήμες τις Μικράς Ασίας στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα: Ένα δρομολόγιο]. «Ένα δρομολόγιο; Γιατί;» μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Με αυτόν τον όρο θέλησα να τονίσω ότι η δημιουργία της μνήμης είναι μια μακρόχρονη πορεία, μια συλλογική δράση στην οποία συμμετέχουμε όλοι και όλες όσοι μοιραζόμαστε τις ιστορίες, τις εμπειρίες, και τις μνήμες μας.
Το δρομολόγιο που προτείνω να ακολουθήσουμε σε αυτό το κείμενο είναι το εξής: πρώτα θα πω λίγα λόγια για τη σημασία της μνήμης για κάθε διαφορετική γενιά Μικρασιατών, και στη συνέχεια θα μοιραστώ λίγες σκέψεις για το τί θεωρώ σημαντικό να θυμόμαστε σήμερα για την Μικρά Ασία.
Η ανάλυση μου έχει τα θεμέλια της σε δύο σημαντικές μελέτες. Η πρώτη είναι της Marianne Hirsch The Generation of Postmemory: Writing and Visual Culture after the Holocaust [Η γενιά της μεταμνήμης. Γραφή και οπτικός πολιτισμός μετά το Ολοκαύτωμα] και η δεύτερη είναι της Λίμπυ Τατά Αρσέλ Με το Διωγμό στη ψυχή: Το τραύμα της Μικρασιατικής καταστροφής σε τρεις γενιές.
Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, οι επιζώντες των τραυματικών γεγονότων μοιράζονται τις μνήμες τους με τα παιδιά και τα εγγόνια τους (μέσα από ιστορίες, πρακτικές, αλλά και σιωπές, οι οποίες σχηματίζουν την καθημερινότητα), τα οποία ταυτίζονται με αυτές τις μνήμες τόσο πολύ που φτάνουν να τις θεωρούν δικές τους.
Η Μικρασιατική Καταστροφή ως πολιτισμική κληρονομιά σε τρεις γενιές
Η πρώτη γενιά Μικρασιατών που ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα δεν χρειάζεται εισαγωγή· είναι γνωστή η τεράστια προσφορά της στα ελληνικά γράμματα, στην κουλτούρα, και στην κοινωνία. Από όσα θα μπορούσα να πω για αυτή τη γενιά, στα πλαίσια αυτής της παρέμβασης, θα ήθελα να τονίσω μόνο ένα. Φτάνοντας στη Ελλάδα, οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους και τις πατρίδες τους. Και οι μνήμες από αυτές τις πατρίδες ήταν τόσο ζωντανές που στις περιπτώσεις που καταγράφηκαν μας δίνουνε μια πολύ καλή εικόνα για το πως ήταν η ζωή τους σε αυτές τις πατρίδες (σκεφτείτε, για παράδειγμα, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» του Φώτη Κόντογλου, το «Στου Χατζηφράγκου» του Κοσμά Πολίτη, ή την «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη). Έτσι, ένας φυσικός, πραγματικός χώρος, μετατρέπεται σε έναν χώρο μνήμης, έναν χώρο εσωτερικό, τον οποίο αυτοί οι άνθρωποι κουβαλούσαν μέσα τους κατά την διάρκεια όλης της ζωής τους.
Η δεύτερη γενιά σε αυτή τη αλυσίδα της μνήμης παίζει έναν διπλό ρόλο. Από τη μία, στέκεται δίπλα στους γονείς για να βοηθήσει να αντιμετωπίσουν το τραύμα του ξεριζωμού και προσφυγιάς. Από την άλλη, παίρνει και η ίδια την ευθύνη για την διατήρηση της μνήμης. Και ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτή τη γενιά είναι το ό,τι πολύ συχνά ταυτίζονται με τις μνήμες και εμπειρίες των προγόνων τους σαν να ήταν δικές τους.
Εδώ θα ήθελα να φέρω λίγα παραδείγματα. Η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Σμύρνη», Μαρία Ηλιού, λέει σε μια απ’ τις συνεντεύξεις της ότι μεγαλώνοντας στην Αθήνα το σπίτι της ήταν γεμάτο από τις μνήμες της Σμύρνης (ο πατέρας και ο πατριός της ήταν από ‘κει). Αυτές οι μνήμες ήταν τόσο ζωηρές στη φαντασία της που πολύ συχνά φανταζότανε πως θα ήταν να βρεθεί και η ίδια, τουλάχιστον για μια στιγμή, στη προκυμαία της Σμύρνης. Μια από τις πρωταγωνίστριες στο ίδιο ντοκιμαντέρ, η κυρία Βικτώρια Σολομωνίδη λέει: «Κάθε φορά που με ρωτάνε από που είμαι, απαντάω ότι είμαι από τη Σμύρνη. Δεν γεννήθηκα εκεί, όμως νιώθω ότι όντως είμαι από τη Σμύρνη». Μέσα από αυτά τα δύο παραδείγματα βλέπουμε την ταύτιση με τη μνήμη της Μικράς Ασίας η οποία συνεχίζει να σχηματίζει την ταυτότητα και της δεύτερης γενιάς.
Οι οικογενειακές ιστορίες μας έρχονται ως πλήρεις, συγκροτημένες αφηγήσεις πολύ σπάνια. Πιο συχνά, έρχονται ως ψηφίδες, στιγμές που ανακαλούνται από ένα γεγονός, μέσα στην καθημερινότητά μας (σκεφτείτε και τις προσωπικές σας αναμνήσεις). Το «Αϊβαλί» του Soloup αποτελεί ένα παράδειγμα συγκρότησης προσφυγικής μνήμης από μικρές ψηφίδες καθημερινότητας, αρχειακού υλικού, και πολιτισμικής κληρονομιάς – όπως αυτές παραδόθηκαν στα εγγόνια των Μικρασιατών προσφύγων.
Τα ταξίδια του μικρού Αντώνη, του αφηγητή αυτού του γράφικ νόβελ, στην Μικρασία ξεκίνησαν ήδη από τα καλοκαιρινά απογεύματα της παιδικής του ηλικίας, όταν η γιαγιά του έβγαζε ένα κουτί με αποκόμματα εφημερίδων που αφηγούνταν ουσιαστικά πώς επέζησε και η ίδια στην αποβάθρα της Σμύρνης το ‘22. Αυτές είναι οι ιστορίες που παραδόθηκαν στον Αντώνη σαν μυστικό, όπως κανείς λέει τα μυστικά του σε κάποιον άλλον: την ώρα που όλοι οι άλλοι κοιμούνται. Έτσι, η πολύ προσωπική στιγμή που μοιράζονται το εγγόνι και η γιαγιά σε ένα ειδυλλιακό απομεσήμερο, γεμίζει τραυματικές αφηγήσεις αγωνίας και πόνου. Εντούτοις, ο Αντώνης δεν μπορεί να καταλάβει όλες αυτές τις αφηγήσεις, οι οποίες, όπως εξηγεί το βιβλίο, του φαίνονταν «άλλοτε σαν παραμύθια και άλλοτε σαν εφιάλτες». Όμως πολλά χρόνια αργότερα, αυτές οι εμπειρίες δεν ξεχάστηκαν, και συνέχισαν να διαμορφώνουν την ταυτότητα του πρωταγωνιστή, αφήνοντας του πολλές ερωτήσεις για το τι ακριβώς έγινε το ’22, πώς ήταν η ζωή πριν και μετά, και δίνοντας κίνητρο για το ταξίδι στη Μικρασία. Αυτές οι ερωτήσεις όμως δεν αφορούν μόνο το παρελθόν αλλά φέρνουν και την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον.
Από την ιστορία στη δράση
Πιστεύω πως ο τρόπος με τον οποίο οι απόγονοι Μικρασιατών αντιμετωπίζουν την ευθύνη για το παρόν και το μέλλον φάνηκε ξεκάθαρα το 2015-2016, με την λεγόμενη προσφυγική κρίση, όταν πολλοί άνθρωποι προσφυγικής καταγωγής προσέφεραν βοήθεια και αλληλεγγύη στους σημερινούς πρόσφυγες, όπως γνωρίζουμε, για παράδειγμα, από την γνωστή φωτογραφία με τις τρεις γιαγιάδες της Λέσβου.
Η μνήμη δεν αποτελεί μόνο μια ιστορία που κανείς πρέπει να μοιραστεί, αλλά και μια πρόσκληση να δράσει ώστε να βρει απαντήσεις. Ένα άλλο παράδειγμα από την Λέσβο μπορεί να μας προσφέρει μια απάντηση προς το τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό.
Ένα άρθρο[1] της Εφημερίδας των Συντακτών από τον Σεπτέμβριο του 2015 γράφει:
Nεαροί Σύροι άπλωσαν το περασμένο Σάββατο τα βρεγμένα από τη θάλασσα ρούχα τους στα πόδια του αγάλματος της Μικρασιάτισσας μάνας στην Επάνω Σκάλα. Τους εντόπισε ο φακός του μέλους της Φωτογραφικής Εταιρείας Μυτιλήνης, Μιχάλη Μπάκα.
«Όταν τους πλησιάσαμε μας ζήτησαν συγγνώμη γι’ αυτό που έκαναν, πιστεύοντας ότι πήγαμε να τους κάνουμε παρατήρηση, ενώ όταν τους εξηγήσαμε την ιστορία του μνημείου, ο νεαρός Σύρος φώναζε χαμογελώντας “My mother, my mother…”», λέει ο Μιχάλης.
Στο ίδιο άρθρο, λίγο παρακάτω, ο εγγονός προσφύγων Στρατής Σκουντιανέλλης μοιράζεται τη δική του άποψη για το ίδιο περιστατικό:
Σήμερα, 93 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όχι μόνο η προσφυγιά δεν αποτελεί ιστορία, αλλά επαναλαμβάνεται ποιοτικά αναβαθμισμένη, με εκατοντάδες χιλιάδες περισσότερα θύματα. Κατά κάποιον τρόπο πραγματοποιείται ένας ιστορικός αντικατοπτρισμός: το άγαλμα παύει να αποτελεί μνημείο και η μάνα που απεικονίζει και που σήμερα είναι, βέβαια, πια νεκρή, «ανασταίνεται», μέσα από τους σύγχρονους Σύρους πρόσφυγες που μαζεύονται γύρω της.
Μια τέτοια αναφορά αναιρεί τις ενσωματωμένες ιεραρχίες στις σχέσεις μεταξύ ντόπιων και αγνώστων, οικοδεσποτών και φιλοξενουμένων, και συνδέει τους πρόσφυγες με τους κατοίκους της Λέσβου – εμπλέκοντας ο ένας τον άλλον στις αντίστοιχες ιστορίες τους. Και πάλι, μας αφήνει ως μελετητές και κριτικούς με το ερώτημα του πώς να παρακολουθούμε τις δραματικές στιγμές αλληλεγγύης, όπως αυτή, με τρόπους που θα δημιουργούσαν μια δυνατότητα για κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αναγνωρίζοντας ότι τα δεδομένα έχουνε αλλάξει αρκετά από τότε που έγινε αυτή η συνέντευξη το 2015 μέχρι σήμερα, είναι ακόμα πιο σημαντικό να επιστρέψουμε σε τέτοιες στιγμές και να σκεφτούμε πώς μπορούμε να τις επαναφέρουμε στη δημόσια σφαίρα ως πρόσκληση για δράση και αλληλεγγύη.
Εκατό χρόνια μετά: μια άλλη ματιά
Με όλα αυτά τα παραδείγματα ήθελα να δείξω πόσο βαθιά η εμπειρία της προσφυγιάς σχημάτιζε την ταυτότητα των Μικρασιατών και συνεχίζει να σχηματίζει και την ταυτότητα των απογόνων τους. Όμως, συζητώντας αυτά τα ιστορικά γεγονότα σήμερα, υπάρχουν και άλλες πτυχές και ερωτήματα τα οποία θα μπορούσαμε να συζητήσουμε. Μία από αυτές τις πτυχές αποτελεί το γεγονός ότι για πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους η προσφυγιά και ο ξεριζωμός δεν τελείωσαν μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα αλλά συνέχισαν και στα μετέπειτα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Εμφύλιου, της εργατικής μετανάστευσης κα. Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη και των στίχων του από το ποίημα «Κίχλη» είναι ένα πασίγνωστο παράδειγμα («ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο»). Αλλά μια σειρά από ύστερες μετακινήσεις δεν αφορά μόνο ορισμένους διανοούμενους, αλλά και πολλούς άλλους ανθρώπους[2].
Μια άλλη πτυχή την οποία πιστεύω θα άξιζε να συζητήσουμε είναι το ότι ενώ μετά από την Μικρασιατική Καταστροφή πολύς κόσμος κατέληξε στην Ελλάδα, κάποιοι άλλοι πήγανε σε άλλες περιοχές. Η οικογένεια της ποιήτριας, ζωγράφου, και φιλοσόφου Etel Adnan, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο Σύριος πατέρας της, ο οποίος ήταν αξιωματικός στον Οθωμανικό στρατό, και η Ελληνίδα μητέρα της γνωριστήκανε στην Σμύρνη, όπου ζούσε η ίδια. Με την Καταστροφή φύγανε στον Λίβανο, εκεί γεννήθηκε και η Etel. Κατά την διάρκεια της ζωής της η εμπειρία της οικογένειάς από τη Μικρασιατική Καταστροφή «εμπλέκεται» και με άλλα ιστορικά γεγονότα: τον Εμφύλιο Πόλεμο του Λίβανου, τον Πόλεμο της Αλγερίας (1954 έως το 1962), και τις Επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ.
Τέλος, μνημονεύοντας εκατό χρόνια από την Μικρασιατική Καταστροφή θα άξιζε να θυμηθούμε ότι η Συνθήκη της Λοζάνης νομιμοποίησε την πρώτη υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών στη σύγχρονη ιστορία, προσφέροντας ταυτόχρονα και ένα πρότυπο για πολλές άλλες «ανταλλαγές» που ακολούθησαν παγκοσμίως. Η διχοτόμηση της Ινδίας, κατά την διάρκεια της οποίας ξεριζώθηκαν δώδεκα εκατομμύρια ανθρώπων, είναι ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα (φέτος μνημονεύουμε 75 χρόνια από αυτό το ιστορικό γεγονός).
Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από την συλλογή με μικρές ιστορίες σε κόμικς «This Side, That Side: Restorying Partition». Κατά κάποιο τρόπο, αυτό το απόσπασμα μπορεί να σας θυμίσει αυτό με το οποίο ξεκινήσαμε: την εσωτερική πατρίδα που έχουμε μέσα μας όπου και να πηγαίνουμε.
Κι όπως τον κοίταγα να μου μιλά χαμογελώντας, μπορούσα να το μυρίσω πάνω του. Το Μπαγκλαντές μέσα του να κυλάει σαν ένα μικρό ποτάμι, πολύ προσωπικό, πολύ αγαπημένο και καλά φροντισμένο.
1957.
Είχε ταξιδέψει στην Ινδία από το Μπαγκλαντές όταν ήταν μικρό παιδί με τον πατέρα του, και έκτοτε η ζωή δεν ήταν ποτέ εύκολη. Τότε, με λίγη μόρφωση και μια δουλειά, άρχισε να γράφει: τα πράγματα που αναγκάστηκε να κάνει για να επιβιώσει τον κάνανε ποιητή.[3]
Τι μπορούμε να μάθουμε από ένα παρελθόν σαν αυτό της Μικράς Ασίας σήμερα;
Όσο περισσότερο ασχολούμαι με τoν τομέα πολιτισμικής μνήμης, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Κι όμως, μέσα από την επιστροφή στο παρελθόν, μέσα από την ενεργό ενασχόληση με το τι σημαίνει η ανάκληση αυτού του παρελθόντος σήμερα, μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι, ενώ θυμόμαστε κάποια πράγματα, την ίδια στιγμή πολλά άλλα ξεχνιούνται, με αυτόν τον τρόπο μπορεί να καταφέρουμε να παρατείνουμε τον χρόνο αυτών που οι ζωές τους σταμάτησαν απότομα σε μια καταστροφή.
Τι μας λέει σήμερα η ιστορία της Μικράς Ασίας; Πιστεύω πως ο καθένας και η κάθε μια από εμάς πρέπει να κάνουμε αυτήν την ερώτηση στον ίδιο μας τον εαυτό. Και έτσι, με κάθε απάντηση, να αναλαμβάνουμε και την ευθύνη· όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το μέλλον.
Ευχαριστίες
Ευχαριστώ θερμά τον Γιώργο-Ευγένιο Δουλιάκα με την βοήθεια με την επιμέλεια αυτού του κειμένου.
[1] Δείτε: https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/42623_ayti-einai-i-mana-moy
[2] Για παράδειγμα, βλ.: Λάμβρου, Αλέξαδρος (επ.) 2021. Πόλεμος και προσφυγιά. Πρόσφυγες από την Ελλάδα: Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αφρική 1941-1946. Επίκεντρο: Αθήνα.
[3] M Hasan και Sukanya Ghosh “Making of a Poet,” στο Vishwajyoti Ghosh (επ.) 2013. This Side, That Side: Restorying Partition. Yoda Press: Νέο Δελχί, σ. 141. Μετάφραση στα ελληνικά του Γιώργου-Ευγένιου Δουλιάκα.