περισσότερα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
Search in posts
Search in pages
Filter by Categories
1922-2022
5η Συνάντηση Μονοπατιών
Newsflash
Slider
Ανοικτές Δημόσιες Διαδικασίες
Διαρκές Συνέδριο 2022
Ειδήσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις και Δράσεις
Εκδηλώσεις Πολιτιστικού Κέντρου
Εκδόσεις
Επικαιρότητα
Εσπερίδες
Οικονομικά Στοιχεία Δήμου
Ομιλίες Εσπερίδων
Πολιτική Προστασία
Προμήθειες - Έργα - Μελέτες
Προσλήψεις
Παρασκευή, 29 Μαρτίου | 2:34μμ

«Από το “τραύμα” στην “ανασύνταξη”. Η προσφυγική εμπειρία του 1922 στη μεσοπολεμική πεζογραφία

Ομιλία της κας Τόνιας Καφετζάκη, Δρ. Κοινωνιολογίας Παντείου Παν/μίου, Συγγραφέας του “Προσφυγιά & Λογοτεχνία” στην εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες»

Τόνια Καφετζάκη, Δρ. Κοινωνιολογίας Παντείου Παν/μίου, Συγγραφέας του "Προσφυγιά & Λογοτεχνία"
Τόνια Καφετζάκη, Δρ. Κοινωνιολογίας Παντείου Παν/μίου, Συγγραφέας του “Προσφυγιά & Λογοτεχνία”

Η Μικρασιατική καταστροφή, η βίαιη εκδίωξη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από τις εστίες τους και η συνακόλουθη προσφυγική εμπειρία αποτελεί ένα πρώτου μεγέθους ατομικό, συλλογικό και εθνικό τραύμα, εξαιρετικά επώδυνο για την περίοδο του Μεσοπολέμου και τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, αλλά και με αξιοσημείωτη αντοχή στον χρόνο, ικανό να επηρεάζει την ταυτότητα και των απογόνων των Μικρασιατών αλλά και την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της.1 Στην παρούσα εισήγηση θα μείνω στην εποχή του Μεσοπολέμου, εποχή κατά την οποία το προσφυγικό ζήτημα είναι κυρίαρχο στην ελληνική κοινωνία και η ενσωμάτωση του προσφυγικού πληθυσμού ακόμη ζητούμενο.

Θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω πώς η πεζογραφία της εποχής ή καλύτερα δημιουργών που εντάσσονται στη μεσοπολεμική γενιά, διαχειρίζεται το τραύμα της Καταστροφής και της προσφυγιάς, προσωπικό και εθνικό, επιχειρώντας όχι μόνο την απάλυνση και θεραπεία των δύο τραυμάτων αλλά και την άμβλυνση της απόστασης ανάμεσα στα δύο τραυματικά πεδία, το πρόσωπο και την ομάδα από τη μία, και την εθνική συλλογικότητα από την άλλη. Κατά τη γνώμη μου, η μεσοπολεμική πεζογραφία αναλαμβάνει ως ένα βαθμό να διαχειριστεί την πολύπτυχη κρίση, κατασκευάζοντας από την πλευρά της έναν θεραπευτικό λόγο και μια πρόταση αναδόμησης της αποδιαρθρωμένης ταυτότητας, τόσο της προσωπικής -και συνολικά της προσφυγικής ομάδας- όσο και της εθνικής, ανταποκρινόμενη στο αίτημα επαναπροσδιορισμού της εθνικής ιδεολογίας και ταυτότητας, μετά την κατάληξη των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων.

Αναζητώντας τη διασπορά της θεματικής της προσφυγιάς στους πεζογράφους της μεσοπολεμικής γενιάς, διαπιστώνει κανείς ότι οι γηγενείς πεζογράφοι αξιοποίησαν το θέμα μάλλον ευκαιριακά, όταν αυτοβιογραφούμενοι ή επιχειρώντας συνθετικές αποδόσεις της ελληνικής κοινωνίας μετά το 1922 συμπεριλαμβάνουν στα έργα τους τα γεγονότα του 1922 και τους πρόσφυγες, με αναφορές μικρές σε έκταση και ενταγμένες σε άλλους στόχους και σε συνάρτηση με την πολιτική τους θέση. Αυτοί που γράφουν κυρίως για τους πρόσφυγες είναι οι πρόσφυγες συγγραφείς. Γι’ αυτούς η ενασχόληση με μια τέτοια θεματική αποτελεί ανάγκη να ανταποκριθούν σε ένα χρέος που συνίσταται στην επούλωση του προσωπικού και ομαδικού τραύματος, στη διαχείριση της ρήξης με το παρελθόν, στη διατήρηση της μνήμης και της ταυτότητας των Μικρασιατών μαζί με την προσπάθεια ανάδειξης των συνεκτικών δεσμών τους με τον νέο τόπο και τους κατοίκους του. Πρόκειται για τη διάσταση της αφήγησης ως μαρτυρίας, ως πράξης ανακουφιστικής από την τραυματική εμπειρία, ως προσπάθεια αναδόμησης της διαλυμένης ταυτότητας.

Κατά τη δική μου προσέγγιση, η λογοτεχνική εικονοποιία του Μικρασιάτη πρόσφυγα κινείται γύρω από δύο βασικούς αναπαραστασιακούς άξονες, αυτόν της μειονεξίας και αυτόν της υπεραναπλήρωσης της μειονεξίας. Γύρω από τον πρώτο, συγκεντρώνονται εκείνα τα στοιχεία που αποδίδουν τον τραυματικό χαρακτήρα της προσφυγιάς, ο οποίος συνίσταται στην ανατροπή της ζωής, την εμπειρία ενός σκληρού πολέμου, τις ποικίλες απώλειες, το αίσθημα της περιφρόνησης της βούλησης των προσφύγων, λόγω του βίαιου τρόπου με τον οποίο η μετακίνησή τους συντελέστηκε με την καινοφανή σύμβαση της Ανταλλαγής. Τέτοιες εικόνες είναι επίσης αυτές που παρουσιάζουν την ανοικειότητα που αισθάνονται στο νέο περιβάλλον, τις δυσκολίες προσαρμογής που τους προκαλεί η αγιάτρευτη νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, την αντιπαλότητα με τους γηγενείς, τη σχέση με το ελληνικό κράτος.

Ο δεύτερος άξονας αποτελεί το μέσο που θα οδηγήσει στη συμβολική εξομοίωσή τους με το γηγενή πληθυσμό και την επιτυχή ένταξη. Επιτυγχάνεται με την ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που προβάλλουν την καθαρότητα της ελληνικής τους ταυτότητας, την εξαιρετική τους επιβιωτικότητα και δημιουργικότητα, προϋποθέσεις της επιτυχούς προσαρμογής. Εδώ συγκροτείται η στερεοτυπική εικόνα του εύστροφου, εργατικού, προικισμένου από μία υψηλής ποιότητας πολιτισμική εμπειρία πρόσφυγα, ο οποίος αφενός θα δημιουργήσει μια καινούργια ζωή και αφετέρου θα συμβάλει σε μια δημιουργική πορεία της Ελλάδας προς το μέλλον. Εικόνες υπέρβασης της προσφυγιάς συνιστούν ακόμα οι αναφορές στο χαρισάμενο παρελθόν, ικανές να διασκεδάζουν το δύσκολο και ταπεινωτικό παρόν, αποδίδοντας στον πρόσφυγα τη χαμένη του αυτοεκτίμηση, να οικοδομούν μια αίσθηση «υπεροχής» απέναντι στον περισσότερο προνομιούχο ντόπιο ή έστω να ισοσκελίζουν την υστέρησή του. Τελικά με αυτόν τον τρόπο οι δύο ομάδες εξομοιώνονται και οι πρόσφυγες ενσωματώνονται στην ελληνική κοινωνία και εντάσσονται στον εθνικό κορμό.2

Εικόνες της προσφυγιάς –το “τραύμα”

Πρόκειται για τη λογοτεχνική εικονοποίηση του τραύματος, που σχετίζεται με τη βίωση του πολέμου και του διωγμού, τη βίαιη αποκοπή από την εστία του, τη θέση των προσφύγων μέσα στην κοινωνία υποδοχής. Η ίδια αυτή εικόνα γίνεται εικόνα, σε μεγάλο βαθμό, και της ηττημένης Ελλάδας σε μια παραλληλία των δύο τραυμάτων, του προσωπικού και του εθνικού.

Το αιφνίδιο, το βίαιο και το ταχύ των γεγονότων που επέφεραν την ανατροπή της ζωής και η αδυναμία αντιμετώπισής του ως καταστροφικού φυσικού φαινομένου, είναι σταθεροί χαρακτηρισμοί του γεγονότος της Καταστροφής: «Μας πήρε μεμιάς ένα κύμα φοβερό και μας αναποδογύρισε σαν παιγνιδάκια».3 Ακολουθούν εικόνες του ταξίδιού: καράβια του πένθους, «μαύρα θαλασσοπούλια, μαύρα καράβια»4 φέρνουν τους πρόσφυγες στην Ελλάδα. Πάνω στα πλοία οι επιβάτες δεν είναι παρά «μια μάζα ανθρώπινη που δε σαλεύει πια παρά με το πλατύ, το βαθύ σάλεμα της θάλασσας».5 Δεν έχουν φύλο, πρόσωπο, ηλικία, χαρακτηριστικά, είναι η προσφυγιά, «παράξενο φορτίο»,6 προσωπεία της οδύνης και της απώλειας.

Η άφιξη αποτελεί τη συνέχεια του ταξιδιού, αποδίδοντας το πένθος, τη δυστυχία, την απόγνωση: «Μαυρολόγησαν τα νησιά, τα περιγιάλια, οι δρόμοι, οι κάμποι, οι πολιτείες».7 Κυρίως είναι η στιγμή της συνάντησης με τον «Άλλο», ομόθρησκο και ομοεθνή, αλλά ταυτόχρονα ξένο. Στη φάση αυτή, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας θα γίνουν οι πρόσφυγες: «Είναι πρόσφυγες, λέει στην πιο μεγάλη αδελφή. Είναι οι έλληνες της Μικράς Ασίας. Είναι η προσφυγιά. […] Έρχονται να σωθούν! Πού αλλού να πάνε;».8 Συχνά οι εικόνες δίνουν έμφαση στη σωματική κακουχία, την αρρώστια, τον τραυματισμό. Το πλήθος των προσφύγων είναι «πηχτό και πονεμένο ανθρωπολόι»,9 «σερνάμενο άθλιο κοπάδι»,10 «γδυμνό και ξετραχηλισμένο. Βρόμικο κι αναμάλλιαρο».11 Οι φυσιογνωμίες τους, γεμάτες οδύνη, αποδίδονται με παρόμοιους τρόπους: «κοκκαλωμένες ματιές απόκοσμων όντων, σε τραβά το ακίνητο –στεγνό βάθος των ματιών τους»,12 «δόντια σφιχτά κλειδωμένα»,13

«χείλη παγωμένα σε σπασμό φρίκης».14 Οι άνθρωποι κινούνται ζαλισμένοι από τη συμφορά: «Ένας κόσμος αλλοιώτικος. Πλήθος άνθρωποι που πηγαίνανε σα ζαλισμένοι, σα ναρκωμένοι από κακό βότανο…».15

Από τη λογοτεχνία δεν λείπει και η καταγγελία της Συνθήκης της Ανταλλαγής που μετέτρεψε τους ανθρώπους σε άβουλα αντικείμενα: «Έτσι σαν τα ζωντανά που τ’ αλλάζουν», διαμαρτύρεται με πίκρα ο ήρωας του Ηλία Βενέζη από τη Γαλήνη.16

Πολλές είναι οι εικόνες που αποδίδουν το άγχος του ανθρώπου που νιώθει ξένος στο περιβάλλον του, το τραύμα που συνεπάγεται η στέρηση του οικείου. «Όλα είναι ξένα και η φύση και οι άνθρωποι», θα μας πει η ηρωίδα της Τατιάνας Σταύρου από τις Πρώτες Ρίζες.17 Το αίσθημα του ξένου στην περίπτωση των Μικρασιατών προσφύγων διαπλέκεται επιπλέον με τον διχασμό τους ανάμεσα στις δύο πατρίδες: την Ανατολή και την Ελλάδα. Παρότι βρίσκονται στη μητέρα πατρίδα, νιώθουν σαν ξενιτεμένοι. Από κανέναν πρόσφυγα-αφηγηματικό ήρωα δεν αμφισβητείται η Ελλάδα ως πατρίδα, όλοι όμως, όταν λένε «πατρίδα», αναφέρονται στη γενέθλια γη της Μικράς Ασίας. Έτσι, η ηλικιωμένη ηρωίδα της Τατιάνας Σταύρου από τις Πρώτες Ρίζες υποφέρει στη σκέψη ότι θα ταφεί στον ξένο τόπο όσο κι αν οφείλει να τον θεωρεί δικό της: «[…] εδώ είναι ο τόπος που τον λατρέψαμε αιώνες και ζήσαμε με τ’ όνειρο να τον αξιωθούμε. Αυτά από τη μια μεριά. Από την άλλη βαραίνει η δική της γη. Η πατρίδα που γεννήθηκε, ο τάφος του παιδιού της, των γονιών της.»18

Η νοσταλγία των προσφύγων για τη γενέθλια γη είναι επίσης σταθερό γνώρισμα της λογοτεχνικής τους εικόνας. Κι ενώ η μνήμη του παρελθόντος γενικά είναι θετικός παράγοντας στη συγκρότηση της ταυτότητάς τους –γι’ αυτό αποτελεί τον βασικό συντελεστή του δεύτερου εικονοποιητικού άξονα, της υπεραναπλήρωσης της μειονεξίας–, η επίμονη προσκόλληση επικρίνεται ως εμπόδιο της προσαρμογής:

«Για ν’ αρχίσει -λέει- να μου αρέσει κάτι εδώ πρέπει πρώτα να ξεχάσω! Και θαρρείς πως κλείνει τα μάτια της, μαζώνει και την ψυχή της. Φοβάται μην ξεχάσει. Τρέμει μην απιστήσει στην λαμπρήν ανάμνηση».19 Ταυτόχρονα η λήθη παρουσιάζεται ως προϋπόθεση επιβίωσης: «–Ζω θα πει ξεχνώ… Αυτό με δίδαξε η πείρα».20

Η έννοια της πατρίδας, με τη σειρά της, συγκροτείται κυρίως γύρω από τις σημασίες του χώματος, γι’ αυτό και η προσφυγιά αποδίδεται ως ξερίζωμα, ενώ η ενσωμάτωση στον νέο τόπο ως ρίζωμα. Η στέρηση του πρόσφυγα είναι η στέρηση από το οικείο χώμα, κι ο ίδιος είναι αυτός που ξεριζώθηκε για να μεταφυτευτεί αλλού. Έτσι, Έλληνες και Τούρκοι, στη συμβολική συνάντησή τους σε έργο του Μ. Λουντέμη «[κ]άτι ήμερα καλόβολα δεντριά που τα ξερίζωσαν άπονα για να τα φυτέψουνε σε πικρά χώματα και ξένα».21

Αλλά και οι πρόσφυγες από τη Γαλήνη του Η. Βενέζη είναι «ένα κοπάδι ξεριζωμένοι άνθρωποι, που έπρεπε να δεθούν και να ριζώσουν, έπρεπε, με το τυφλό ένστιχτο του γερού φυτού».22

Το μοτίβο του ριζώματος είναι από τα πιο αξιοποιημένα μοτίβα, προκειμένου να αποδοθούν οι σημασίες της εγκατάλειψης του παλιού τόπου και της συγκρότησης σχέσεων με τον καινούργιο. Στο έργο της Σταύρου δηλώνεται ήδη από τον τίτλο. «Οι πρώτες ρίζες» φαίνεται να είναι ο αγώνας προσαρμογής των προσφύγων της πρώτης γενιάς στο νέο περιβάλλον.

Πατρίδα είναι επίσης οι κοινωνικοί δεσμοί, οι κοινές αναφορές. Η αναζήτηση συμπατριωτών είναι αυθόρμητη ενέργεια, για να διασκεδαστεί το αίσθημα του «σα νάπεσες από το ουρανό».23

Στα Παιδιά της Νιόβης, ο ήρωας ομολογεί: «Προσπαθώ να φέρω σε επικοινωνία όσους Σαλιχλιώτες ανακαλύπτω στην Αθήνα, για να αποτελέσουμε μια νοερή παροικία μέσα στην πρωτεύουσα».24 Πατρίδα είναι επίσης η αναγνώριση του χώρου: «Πίσω της το τραμ στρίβει. –Καστέλλα 20. –Πόσες φορές δεν τόχει διαβάσει, μα δεν ξυπνά η ονομασία τίποτε μέσα της. Πέφτει και χάνεται∙».25

Είναι γνωστή άλλωστε η μέριμνα των προσφύγων να ανασυστήσουν το μικρασιατικό τοπίο στον χώρο όπου εγκαθίστανται, δίνοντας ονόματα σε δρόμους, πλατείες, συνοικίες που ανακαλούν τον γενέθλιο τόπο. Αυτή η προσπάθεια δείχνει σαφώς την ανάγκη αναφορών στον χώρο, την αανάγκη του «σημαίνοντος τόπου», αλλά και τον διχασμό τους ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, τη διπλή χωροχρονική τους τοποθέτηση. Βλ. σχετικά και Renée Hirchon, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2004, σ. 75-76.

Η ηλικία, συνεπώς, προβάλλεται ως καθοριστικός παράγοντας της προσαρμογής: Οι ηλικιωμένοι δεν θα οικειωθούν τον νέο τόπο ως πατρίδα. Αμέτοχοι στο παρόν και προφανώς αδιάφοροι για το μέλλον, αναπολούν μονάχα το παρελθόν, όπως οι ηλικιωμένοι της Γαλήνης: «Εμείς δεν πιάνουμε πουθενά πια. Μα αυτά θα πιάσουν. Τα παιδιά μας, λέω».26 Τα παιδιά όμως είναι αυτά που θα ενταχθούν με επιτυχία.

Ας περάσουμε τώρα στον δεύτερο συντελεστή της κατασκευής των τραυματικών εικόνων, τις συνθήκες ζωής. Η ζωή του πρόσφυγα είναι σκληρή, γεμάτη μόχθο: «Προσφυγιά […] φτώχεια, θλίψη».27 Έμφαση στην κοινωνική και οικονομική υστέρηση των προσφύγων έδωσαν κυρίως οι αριστεροί πεζογράφοι.

Η στέγη τους γίνεται κατεξοχήν έκδηλη εικόνα της κατάστασης, όχι μόνο τα πρόχειρα ομαδικά καταλύματα του πρώτου καιρού, αλλά και η μονιμότερη εγκατάσταση: «Είδες, πήγες ποτέ σου να δεις σε τι καταυλισμούς, σε τι τρώγλες ζούνε ακόμα σήμερα τα παιδιά των προσφύγων; Πήγε κανείς να δει, νιάστηκε να μάθει πώς ζούνε στο συνοικισμό του Ασυρμάτου, έξω από το Θησείο; Μέσα σε τρώγλες, κάτω από βράχους, σαν τρωγλοδύτες μέσα σε βρώμικα νερά και τη φτώχεια…».28 Σκληρός και με πενιχρά αποτελέσματα και ο βιοποριστικός αγώνας: «Δουλειές του ποδαριού! […] και κείνος που τ’ ακούει δεν υποψιάζεται καν τι ξεθέωμα, τι ιδρώτας κρύβεται από κάτω».29 Οι πρόσφυγες απασχολούνται σε οτιδήποτε «για ένα κομμάτι ψωμί».30

Οι αναφορές επίσης στην αντιμετώπιση των προσφύγων από το ελληνικό κράτος είναι αρκετές, ποικίλλοντας ανάλογα με την τοποθέτηση του συγγραφέα. Άλλοτε γίνεται λόγος για την αντικειμενική αδυναμία της φτωχής Ελλάδας, όπως από τον βενιζελικό Θ. Πετσάλη-Διομήδη: «Το Κράτος […] μπροστά σε τούτον τον κατακλυσμό κάνει ό,τι μπορεί»∙31 άλλοτε καταγγέλλεται η αναποτελεσματικότητα, η γραφειοκρατία ή η διαφθορά των αρμοδίων, όπως σε έργα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ή του Στρ. Μυριβήλη, κι άλλοτε, στο έργο των αριστερών συγγραφέων της εποχής, τα προβλήματα δεν συνδέονται με την ανεπάρκεια ή τις δυσλειτουργίες ενός κράτους, αλλά με τη δομή ενός κοινωνικού συστήματος, που καταδικάζει κοινωνικές ομάδες σε εξαθλίωση και επιτρέπει την εκμετάλλευσή τους:

«Ας είναι καλά το Κράτος που μας βοηθάει τουλάχιστον να αποθάνομεν».32

Και βέβαια κυρίαρχο στις λογοτεχνικές εικόνες είναι το δίπολο πρόσφυγας- γηγενής. Το ερώτημα που τίθεται στην Αστροφεγγιά του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου: «τι θ’ απογίνουμε;» – «τι θα τους κάνουμε;»33 συνοψίζει την αμοιβαία αμηχανία, αγωνία και των δύο ομάδων. Η μεταξύ τους σχέση θα εξελιχθεί σε επιθετικά ανταγωνιστική και οι ομοεθνείς πρόσφυγες θα γίνουν οι «τουρκόσποροι» σφετεριστές των αγαθών των γηγενών: «Βρίζει τους πρόσφυγες που πιάσανε όλες τις δουλειές και οι ντόπιοι δε βρίσκουνε πια μεροκάματο […] Εμείς δεν έχουμε να φάμε, δε χωράμε στην ψωροκώσταινα, κι’ ορίστε κι’ ενάμιση εκατομμύριο τουρκόσποροι να σου παρασταίνουμε τους ρωμηούς και να γυρεύουνε μερτικό από τη γη μας».34 Τη στάση των γηγενών καθορίζει και η πολιτική τους τοποθέτηση: «Οι Αθηναίοι μας συμπεριφέρονται ανάλογα με τα πολιτικά τους φρονήματα –ως «πρόσφυγες» οι βενιζελικοί, ως «πρόσφυγκες» οι βασιλόφρονες».35

Εικόνες υπέρβασης της «προσφυγιάς»- Η “ανασύνταξη”

Η μειονεκτική διάσταση της προσφυγικής ιδιότητας, στηριζόμενη στην ανοικειότητα, τα εμπόδια της μνήμης, τις συνθήκες της ζωής, “υπερβαίνεται” στην πεζογραφία στα ίδια αυτά στοιχεία της. Ο πρόσφυγας είναι τελικά ένας πολιτισμένος, φιλοπρόοδος, αγωνιστής άνθρωπος, που τα καταφέρνει. Η δε μνήμη του, η ανάκληση δηλαδή των στοιχείων του παρελθόντος, διασκεδάζει τις μειονεξίες του και του προσφέρει αυτοπεποίθηση, αξιοπρέπεια, εντέλει υπεροχή έναντι του ντόπιου. Έτσι θα συνδεθεί με την ανανέωση της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού έθνους, είναι το «μπόλιασμα» του εθνικού κορμού με νέο αίμα, σε μια νέα, ρεαλιστική προοπτική.

Από τους καταυλισμούς δεν λείπει η χαρά της ζωής, η σκληρή καθημερινότητα διανθίζεται με γιορτές και κέφι. Οι πρόσφυγες μπορεί να είναι φτωχοί, αλλά όχι παραιτημένοι, διατηρώντας αμείωτο το αίτημα της ευτυχίας: «Στους προσφυγικούς συνοικισμούς […] η φτώχεια έχει ζωτικότητα και κέφι»,36 διαβάζουμε στην Αργώ του Γ. Θεοτοκά. Επίσης, διατηρούν τον πολιτισμό τους, κληρονομιά από το παρελθόν, και στην πιο στοιχειώδη παράγκα.

Η στέγαση είναι τώρα ένα νοικοκυρεμένο σπιτικό και ο προσφυγικός συνοικισμός ένα πολιτισμένο μέρος: «Οι πιο πολλές παράγκες, με ατομική πρωτοβουλία βαμμένες διάφορα χρώματα. Τα δρομάκια ανάμεσα στις παράγκες θεοκάθαρα. Πουθενά τρεχούμενα νερά, πουθενά σκουπίδια».37 Η δε βιοποριστική απασχόληση των προσφύγων προβάλλεται ως ένας συνεχής και επίμοχθος αγώνας, που οδηγεί στην προκοπή. Αγωνιστές της ζωής, δραστηριοποιούνται από την πρώτη στιγμή: «δε γέμισαν τα καταγώγια και τις φυλακές του τόπου […] Δεν σταύρωσαν τα χέρια να περιμένουν απ’ την πατρίδα να τους ταΐσει.»38 Δεν λείπουν και οι αναφορές στη γυναικεία εργασία, κυρίως από τις γυναίκες συγγραφείς.39

Η μνήμη της προηγούμενης ζωής αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα της υπεραναπλήρωσης της μειονεξίας. Οι αναμνήσεις των προσφύγων είναι ικανές να τους κάνουν όχι μόνο να αντέξουν το παρόν τους αλλά και να αισθανθούν ανώτεροι των ντόπιων. Ο τόπος, οι άνθρωποι, η κοινωνική οργάνωση, το βιοτικό επίπεδο, οι πρακτικές, όλα όσα άφησαν είναι «καλύτερα», «ανώτερα» αυτών που βρήκαν στην Ελλάδα.40

Ας δούμε ολοκληρώνοντας ένα παράθεμα από τον βενιζελικό Θανάση Πετσάλη-Διομήδη, ενδεικτικό της εμφατικής ένταξης των προσφύγων στον ελληνικό κοινωνικό ιστό και τον εθνικό κορμό, της πρότασης ανασυγκρότησης της ελληνικής ταυτότητας και του νέου οράματος μετά την κατάληξη των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων, του οράματος, δηλαδή που συμμερίστηκε η γενιά του ‘30:

«Ένα μεγάλο όνειρο σκόρπισε μέσ’ στους καπνούς της Σμύρνης. Γονατίσαμε όλοι. Αργά-αργά σηκωνόμαστε πάλι. Προχωρούμε. Θα προχωρήσουμε.

-Δεν είμαστε μόνοι, είπε η Δήμητρα. Μέσα σ’ αυτό το τεράστιο χωνευτήρι που είναι τώρα η παμπάλαιη, η φτωχή γη μας, η φτωχή γη της Ελλάδας, ε, εσείς που ήρθατε από εκεί κάτω κι εμείς που σας δεχτήκαμε εδώ, θα προσπαθήσουμε να χτίσουμε μαζί το καινούργιο σπίτι, να ορθώσουμε έναν καινούργιο τόπο.

-Θα γεννήσουμε τα καινούργια παιδιά! είπε ο Αργύρης ζωηρά. Θα στήσουμε την καινούργια Ελλάδα».41

ΠΗΓΕΣ – ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1 Για το τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και της προφυγιάς, ως τραύμα «διαγενεαλογικό», όπως το όρισε και το μελέτησε η ψυχολόγος Λίμπυ Τατά-Αρσέλ, βλ. Λίμπυ Τατά-Αρσέλ, Με τον Διωγμό στην ψυχή. Το τραύμα τη Μικρασιατικής Καταστροφής σε τρεις γενεές, Αθήνα, Κέδρος, 2014.

2 Βλ. Τόνια Καφετζάκη, Προσφυγιά και λογοτεχνία. Εικόνες του Μικρασιάτη πρόσφυγα στη μεσοπολεμική πεζογραφία, Αθήνα, Πορεία, 2003. Ειδικά για τους αναπαραστασιακούς άξονες της προσφυγικής εικόνας, βλ. σ. 106-248.

3 Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Δεκατρία χρόνια. Από το 1909 στο 1922, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της

«Εστίας», 1977, σ. 256.

4 Ό.π., σ. 243.

5 Ό.π., σ. 244

6 Ό.π., σ. 243

7 Ό.π., σ.152.

8 Θ. Πετσάλης-Διομήδης, ό.π., σ. 143-244.

9 Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Αστροφεγγιά. Η ιστορία μιας εφηβείας, Αθήνα, Αστήρ, 1980, σ. 153.

10 Τ. Αθανασιάδης, Τα Παιδιά της Νιόβης, τ. 3, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2004, σ. 14.

11 Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 17.

12 Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς. Από τα βαλτονέρια της Μεγάλης Ιδέας, Αθήνα, Χρόνος, χ.χ., σ. 141.

13 Στρ. Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1979, σ. 31.

14 Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 152.

15 Τατιάνα Σταύρου, Οι πρώτες ρίζες, Αθήνα, Κύκλος, 1936, σ. 15-16. Για τις εικόνες του ταξιδιού και της άφιξης, βλ. και Τόνια Καφετζάκη, «Λογοτεχνικές αφηγήσεις της άφιξης των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα», Δοκιμές, τεύχ. 5 (Άνοιξη 1997), σ. 67-100.

16 Η. Βενέζης, Γαλήνη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», χ.χ., σ. 162.

17 Τατιάνα Σταύρου, ό.π., σ. 25.

18 Ό.π.,σ. 223.

19 Ό.π., σ. 226-227.

20 Ό.π., σ. 18-19.

21 Μ. Λουντέμης, Συννεφιάζει, Αθήνα, Δωρικός, 1977, σ. 12.

22 Η. Βενέζης, Γαλήνη, ό.π., σ. 30.

23 Τ. Σταύρου, ό.π., σ. 143.

24 Τ. Αθανασιάδης, Τα Παιδιά της Νιόβης, τ. 3, ό.π., σ. 49.

25 Τ. Σταύρου, ό.π., σ. 24.

26Η. Βενέζης, ό.π., σ. 162.

27 Μ. Λουντέμης, Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας, Αθήνα, Δωρικός, 1976, σ. 189.

28 Λιλίκα Νάκου, Για μια καινούργια ζωή, Αθήνα, Δωρικός, 1976, σ. 124.

29 Τ. Σταύρου, ό.π., σ. 243.

30 Ι.Μ Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 162.

31 Θ. Πετσάλης-Διομήδης, Δεκατρία χρόνια, ό.π., σ 249.

32 Μ. Λουντέμης, Αγέλαστη Άνοιξη, Αθήνα, Δωρικός, 1976, σ. 18.

33 Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 153.

34 Θ. Κορνάρος, Το ξεκίνημα μιας γενιάς, ό.π., σ. 73.

35 Τ. Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, τ. 4, σ. 45.

36 Γ. Θεοτοκάς, Αργώ, τ. 1, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας, 1984, σ. 139.

37 Μαρία Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1990, σ. 97.

38 Ό.π.

39 Για τις εικόνες των γυναικών προσφύγων στην ελληνική λογοτεχνία, βλ. και Τόνια Καφετζάκη, «Η θηλυκή εκδοχή της προσφυγικής εικόνας στον πεζογραφικό λόγο. Οι ιδιαιτερότητες της γυναικείας προσαρμογής», Τα Ιστορικά, τ. 25, τεύχ. 49 (Δεκέμβριος 2008), σ. 357-376.

40 Ας δούμε ενδεικτικά για τον μικρασιατικό τόπο, πραγματική γη της επαγγελίας: «Εκεί η γη ήταν βλογημένη κ’ έδινε εκατό φορές ό,τι έσπερνες, κ’ οι άνθρωποι ζούσαν ξεκούραστοι και ήσυχοι, ίσαμε να πεθάνουν». Η. Βενέζης, ό.π., σ. 235-236.

41 Θ. Πετσάλης-Διομήδης, ό.π., σ. 260-261.

Μπορείτε να παρακολουθήσετε την ομιλία της κας Καφετζάκη στο βίντεο της εσπερίδας, στον παρακάτω σύνδεσμο στο κανάλι του Δήμου Καισαριανής στο YouTube:

“Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες” – YouTube

Περισσότερες πληροφορίες για την εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

«Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Τις υπόλοιπες ομιλίες της εσπερίδας του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

Η ομιλία της κας Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Ομότιμης Καθηγήτριας Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών:

«Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη από τον 19ο αιώνα μέχρι το 1922. Μικρασιάτες συγγραφείς και θεατράνθρωποι στη θεατρική ζωή της Αθήνας» • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Η ομιλία της κας Έρης Σταυροπούλου, Ομότιμης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α.:

Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Νεοελληνική Πεζογραφία: 1922-2022 • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Η ομιλία του κου Αντώνη Νικολόπουλου (Soloup):

1922- Προβολές του χθες και του σήμερα μέσα από το graphic novel “Αϊβαλί” • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Μετάβαση στο περιεχόμενο