Ομιλία του Γιώργου Χρανιώτη, διδάσκoντος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ στην 9η ημερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού & Ανάδειξης Σύγχρονης Ιστορίας του Δήμου Καισαριανής “Όψεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919-1922”
Στις 9 Οκτωβρίου 1924 ο Γεώργιος Φεσσόπουλος, διοικητής τότε του 10ου ΣΠ Κέρκυρας σε πολυσέλιδη απόρρητη έκθεση του προς τις αρμόδιες κρατικές αρχές διαπίστωνε ότι το «αντιστρατιωτικό πνεύμα εξαπλώνονταν λίαν επικινδύνως» στους έφεδρους του νομού. Το ίδιο περιεχόμενο είχαν όλες οι εκθέσεις των αρχών ασφαλείας που αφορούσαν το κίνημα παλαιών πολεμιστών την περίοδο 1924 -1925. Μάλιστα εκφράζονταν ο φόβος ότι σε περίπτωση νέου πολέμου θα εκδηλώνονταν μαζικό κύμα άρνησης της στράτευσης1. Αρχές Φεβρουαρίου 1925, μετά την απέλαση του πατριάρχη Κωνσταντίνου του ΣΤ΄ και την αναστολή της απόλυσης της κλάσης του 1923 και ενώ οργανώθηκαν φιλοπολεμικά συλλαλητήρια2, στον Αετό της ορεινής Τριφυλλίας στη Μεσσηνία νέοι οπλίτες λιποτάκτησαν και επανήλθαν στα χωριά τους για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. Η κυβέρνηση απέστειλε δυνάμεις της χωροφυλακής στο χωριό Βυδίσοβα για να τους συλλάβει. Όμως όταν προσέγγισαν το χωριό δέχτηκαν επίθεση από γυναίκες οπλισμένες με ρόπαλα μην επιτρέποντας καν την είσοδο τους3.
Τα παραπάνω γεγονότα δείχνουν το εύρος των κοινωνικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της πολεμικής δεκαετίας 1912 -1922 και αναδεικνύουν το ζήτημα της στάσης της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη Μικρασιατική εκστρατεία. Στην παρούσα εισήγηση επιχειρώ να ανιχνεύσω πτυχές της λαϊκής αντιπολεμικής διαμαρτυρίας αναζητώντας τις αιτίες της στις αντιφάσεις και τα ρήγματα που προκάλεσε η διαχείριση των πολέμων 1912 – 1922 – με αποκορύφωμα τη Μικρασιατική Εκστρατεία – από το ελληνικό κράτος προκαλώντας τέτοια κεφαλαιακή συσσώρευση ώστε να αφαιρεθούν «πόροι από τους πολλούς» είτε επρόκειτο για ανθρώπινους είτε για υλικούς4.
Καταρχάς, σε πολιτικό επίπεδο η εξέλιξη και η δυναμική των αντιδράσεων σχετίζεται με το ρήγμα που προκάλεσε ο πόλεμος στο κύρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Την σταθερή προσήλωση του Κόμματος των Φιλελευθέρων στις πολεμικές θυσίες στο πλευρό των Αγγλογάλλων διαδέχτηκε το 1920 – 1922 η προσπάθεια της κυβερνώσας Ηνωμένης Αντιπολίτευσης να συγκεράσει την έως τότε φιλειρηνική της προπαγάνδα που εκφράστηκε με την πολιτική της ουδετερότητας και την υπόσχεση για αποστράτευση πριν τις εκλογές του 1920 με την πραγματικότητα της συνέχισης της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Στις όχθες του Σαγγάριο ποταμού το 1921 κατάρρευσε το προφίλ του στρατηλάτη – ειρηνοποιού βασιλιά, αυτού που θα έφερνε την ειρήνη με την κατάληψη της Άγκυρας. Στο εσωτερικό μέτωπο αποκαθηλώθηκε το φιλολαϊκό προφίλ όταν, παρά τις προεκλογικές δεσμεύσεις, όχι μόνο δεν επιλύθηκαν τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα αλλά συνεχίστηκαν οι αδικίες στη στράτευσης σε ένα πλαίσιο καταστολής της εργατικής και λαϊκής διαμαρτυρίας.
Εξάλλου, σε σχέση με τους πολέμους του 19ου αιώνα οι πόλεμοι του 1912-22 επέφεραν πρωτόγνωρες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Καταρχάς, εγκαινίασαν την καθολική κινητοποίηση και επιστράτευση του ανδρικού πληθυσμού στα πεδία των μαχών. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Ουκρανική και Μικρασιατική Εκστρατεία συμμετείχαν 14 κλάσεις (1909 -1922), 440.875 άνδρες. Αν συμπεριλάβουμε και τους Βαλκανικούς Πολέμους επρόκειτο για 919.100 άνδρες (50% του ανδρικού πληθυσμού). Πολλοί δε από αυτούς συμμετείχαν σε όλους τους πολέμους. Μαζικές ήταν και οι απώλειες. Στις 180.270 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους της πολεμικής δεκαετίας θα πρέπει επίσης να υπολογίζουμε και τις 100.000 ανάπηρους, χήρες και ορφανά πολέμου, τους νεκρούς από τις μολυσματικές ασθένειες και τους χιλιάδες αιχμαλώτους, για να αντιληφθούμε την έκταση και την ένταση του φαινομένου. Οι λαϊκές οικογένειες ήταν κυρίως που επωμίστηκαν το βάρος.
Εκτός από τους κληρωτούς και εφέδρους, η επιστράτευση ενέπλεκε και επηρέαζε πλέον σφοδρά το σύνολο του πληθυσμού. Τα διατάγματα επιστρατεύσεως , εναρμονισμένα στη νέα εποχή του σύγχρονου μαζικού και βιομηχανικού πολέμου, όριζαν άμεση κατάταξη στις μονάδες σε λίγες μέρες, υποχρεώνοντας τους επιστρατευμένους να εγκαταλείψουν άμεσα εργασία και οικογένεια και τους συγγενείς τους (γυναίκες, ηλικιωμένους, παιδιά) να επωμιστούν εξ ολοκλήρου τις
αγροτικές ή άλλες εργασίες. Την ίδια στιγμή όμως η πολιτική ή η στρατιωτική υλοποίηση των αποφάσεων ή των σχεδιασμών από τις κυβερνήσεις συνδεόταν με την αποδοχή των πολεμικών θυσιών από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Όταν οι τελευταίες εντάθηκαν, οι επιστρατεύσεις και οι επιτάξεις στην Παλαιά Ελλάδα, την Ήπειρο και τα νησιά το 1918 συνάντησαν τις αντιδράσεις και τη δυσφορία του αγροτικού πληθυσμού που είχε ήδη εξαντληθεί από την περίοδο των επιστρατεύσεων του 1912 – 1913 και 1915. Τις λιποταξίες στην Χαλκιδική (1916) διαδέχθηκαν οι ανταρσίες των μονάδων της Παλαιάς Ελλάδας το 1918 τις οποίες υποστήριξε ποικιλοτρόπως ο άμαχος πληθυσμός, κυρίως γυναίκες.
Από την άλλη ο συνδυασμός της παρατεταμένης επιστράτευσης και της στρατολογίας σε τοπική και γεωγραφική βάση ενδυνάμωσε την συλλογικότητα μεταξύ των φαντάρων. Οπλίτες από την ίδια περιοχή συμβίωναν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ ολόκληροι κοινωνικοί χώροι που είχαν αντιδράσει στις επιστρατεύσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή μετέφεραν την κοινωνική ένταση των μετόπισθεν όπως ακτήμονες αγρότες της Θεσσαλίας και τμήματα της εργατικής τάξης (λόγου χάρη οι σιδηροδρομικοί και καπνεργάτες) με απεργιακή και συνδικαλιστική δράση μεταφέρονταν στο μικρασιατικό μέτωπο. Σε αυτές τις συνθήκες, οικοδομήθηκαν ισχυροί δεσμοί αλληλεγγύης που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση ανυπακοής και απειθαρχίας στη στρατιωτική διοίκηση. Παράλληλα ο φόβος του θανάτου και οι εικόνες αγριοτήτων, οι κοινωνικές διακρίσεις λόγω της στρατιωτικής ιεραρχίας αναιρούσαν εθνικά θέσφατα και ενίσχυαν την απέχθεια για τον πόλεμο και τους αξιωματικούς ειδικά την περίοδο 1921 – 1922 όταν και οι απώλειες αυξήθηκαν ραγδαία5.
Η Μικρασιατική Εκστρατεία όξυνε επίσης το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις και στη δυνατότητά του ελληνικού κράτους να εξασφαλίσει τους όρους διαβίωσης των οικογενειών των επίστρατων, των τραυματιών και θυμάτων πολέμου. Προς το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε συνθήκες ακρίβειας και εξάπλωσης της επιδημίας της γρίπης το κρατικό επίδομα ανερχόταν σε 1,30 δραχμές ημερησίως για κάθε τριμελή οικογένεια επίστρατου, ενώ για μικρότερες οικογένειες το ποσό μειωνόταν κατά 25 λεπτά6.
Στην έκθεση του προς το Υπουργείο Στρατιωτικών μετά το 3ο Διασυμμαχικό Συνέδριο της Ρώμης το Δεκέμβρη του 1918 ο Ρ. Λιβαθινόπουλος χαρακτήριζε την πολιτική του ελληνικού κράτους για τους ανάπηρους και τραυματίες πολέμου ως «ανεπαρκή», υποστηρίζοντας ότι τα «πενιχρά μηνιαία επιδόματα» δεν «δημιουργούσι πολίτας, καταρρίπτουσι τουναντίον και το ηθικόν φρόνημα και την ανδρικήν υπερηφάνειαν»7. Οι όποιες αυξήσεις επιχειρήθηκαν για τις γλίσχρες συντάξεις ήταν πάντα αναντίστοιχες της συνεχούς αύξησης των τιμών και του πληθωρισμού.
Η συνέχιση του πολέμου στη Μικρά Ασία επιδείνωσε την ακρίβεια που επηρέαζε όχι μόνο τους ανάπηρους και τα θύματα πολέμου, αλλά το σύνολο του πληθυσμού8. Ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής επιλογής των κυβερνήσεων της περιόδου για την χρηματοδοτική κάλυψη των πολεμικών αναγκών9. Στο μέτωπο η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της επιλογής ήταν τα προβλήματα στην επιμελητεία και την τροφοδοσία. Ενώ με την επιστράτευση 9 ηλικιών το πρώτο τετράμηνο του 1921 αγοράστηκαν 1750 αυτοκίνητα, πυροβολικό και σιδηροδρομικό υλικό10, δεν εξασφαλίστηκε η τροφοδοσία του στρατεύματος, με αποτέλεσμα οι φαντάροι να δοκιμαστούν στην πείνα, γεγονός που διέλυσε τη συνοχή του στρατεύματος11.
Τέλος, με την προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες πολέμου συνδέθηκε η πειθάρχηση και η καταστολή. Μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγγενείς στρατευμένων στοχοποιήθηκαν με την επέκταση του νόμου περί καταστολής της ληστείας του 1871 (νόμοι 1013 και 1227). Όσοι θα εκτοπίζονταν καταδικάζονταν σε οικονομικό μαρασμό καθώς ορίζονταν μόλις 0,50 λεπτά – 1 δραχμή ως αποζημίωση για τη ημερήσια διατροφή τους12. Οι υπερβάσεις των καταδιωκτικών αποσπασμάτων που είχαν συσταθεί από τον Μάρτιο του 1918 για την ανεύρεση λιποτακτών, η προνομιακή μεταχείριση στη στράτευση, τα πενιχρά μέσα επιβίωσης για τους στρατευμένους και τους συγγενείς τους αναιρούσαν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την πολιτική πειθάρχησης και στο μέτωπο και στα μετόπισθεν.
Σε αυτές τις συνθήκες εκδηλώθηκαν εστίες διαμαρτυρίας. Η υπογραφή ανακωχής με την Βουλγαρία το Σεπτέμβριο του 1918 καλλιέργησε την ελπίδα για ειρήνη και απόλυση. Οι προσδοκίες των εφέδρων ωστόσο διαψεύστηκαν με την διεξαγωγή της Ουκρανικής Εκστρατείας. Με την έναρξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας οπλίτες παλαιών κλάσεων (1910) δυσφορούσαν για τη μη απόλυση τους, τον Ιούνη του 1919. Έγγαμοι έφεδροι (111.704) απαιτούσαν απόλυση ώστε να στηρίξουν τις οικογένειες τους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιούλη/10 Αυγούστου 1920) προκάλεσε εκ νέου συζητήσεις περί αποστράτευσης ακόμα και σε Μικρασιάτες έφεδρους. Το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοέμβρη του 1920 επανέφερε τις προσδοκίες για ειρήνη. Όταν οι ελπίδες διαψεύστηκαν ξανά μετά τις εκλογές προκλήθηκαν αντιδράσεις κυρίως στους εφέδρους των παλαιότερων κλάσεων (1913 – 1917) κυρίως προστάτες οικογενειών. Ορφανοί πατρός και έγγαμοι σε επιστολές τους συχνά αμφισβητούσαν την πολιτική συνέχισης του πολέμου και προειδοποιούσαν ότι θα λιποτακτούσαν αν δεν προχωρούσε η κυβέρνηση σε αποστράτευση13.
Τα έτη 1921 – 1922 λόγω της «πολεμικής κόπωσης» γενικεύτηκαν οι αντιδράσεις. Στους έφεδρους και κληρωτούς στρατιώτες εκφράστηκαν μέσω της λιποταξίας και ανυποταξίας. Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές από τους 343.000 που έπρεπε να στρατευθούν στην Παλαιά Ελλάδα, την Κρήτη και τα νησιά του Αρχιπελάγους την 1η Ιουνίου 1921 ήταν 143.418, κυρίως στην ΑττικοΒοιωτία και την Πελοπόννησο.
Οι λιποτάκτες από την άλλη την 1η Ιανουαρίου 1922 έφταναν τις 85.000 χιλιάδες χωρίς να υπολογίζεται η Μακεδονία, η Θράκη, η Ήπειρος και η Μικρά Ασία14. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα φαινόμενο μαζικής αποφυγής της συμμετοχής στον πόλεμο. Η λιποταξία απόκτησε ενδημική μορφή στα μετόπισθεν και το εσωτερικό και όχι τόσο στο μέτωπο. Γι’ αυτό και διεξάγονταν συχνοί έλεγχοι περαστικών από αποσπάσματα στρατιωτών για τα στρατολογικά τους έγγραφα που κατέληγαν σε καταδιώξεις, συγκρούσεις και εκατοντάδες συλλήψεις15.
Στην Κρήτη, όπως έχει δείξει η πρόσφατη μελέτη του Νίκου Βαφέα, την περίοδο 1921 – 1922, το φαινόμενο της ανυπακοής στη στρατολόγηση γενικεύτηκε και έλαβε τη μορφή ανταρσίας. Λιποτάκτες και ανυπότακτοι αντάρτες υποστηρίζονται από τον τοπικό αγροτικό πληθυσμό ειδικά από γυναίκες που επιτίθεντο εναντίον καταδιωκτικών αποσπασμάτων16. Στην Αθήνα, τον Μάρτη του 1922, περίπου 500 λιποτάκτες (από όλη την Ελλάδα) που είχαν συγκεντρωθεί στο 2ο λόχο Προσκολλήσεως στον Πειραιά απέδρασαν με τη βοήθεια πολιτών που επιτέθηκαν κατά τη φρουράς, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν ένοπλες συγκρούσεις με νεκρούς και τραυματίες καθώς και πολλές συλλήψεις17.
Στο μέτωπο, ωστόσο δεν ξέσπασαν μαζικές ανταρσίες. Σε μόλις 15 μονάδες (Συντάγματα και Τάγματα) στο μέτωπο της Μικρά Ασίας και 4 της Θράκης εκδηλώθηκαν φαινόμενα ανυπακοής, σε σύνολο 36 Συνταγμάτων, δηλαδή 107 Ταγμάτων (για 11 Μεραρχίες) κυρίως σε μονάδες με μακρά παρουσία στο μέτωπο. Επρόκειτο για λιποταξίες, άρνηση μάχης και εκτέλεσης διαταγών, στάσεις κυρίως στην Ραιδεστό και το Διδυμότειχο μετά την υποχώρηση. Στο μέτωπο έλαβαν χώρα όταν οι Έλληνες οπλίτες έφτασαν στα όρια τους. Εκδηλώθηκαν μετά την εφαρμογή του επιθετικού ολοκληρωτικού δόγματος για την κατάληψη της Άγκυρας, δόγμα που άγγιξε τα όρια του και κατέρρευσε στον ποταμό Σαγγάριο (όπως συνέβη και στο γαλλικό στρατό κατά το 1917 στο Σεμέν ντε Ντάμ ) .
Όμως ήταν βραχύβιες, δεν πήραν το χαρακτήρα γενικευμένης εξέγερσης, ούτε οδήγησαν στη σύσταση ξεχωριστού κέντρου διοίκησης (όπως στην περίπτωση των σοβιέτ των στρατιωτών στην επαναστατημένη Ρωσία). Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχαν και πολιτικό χαρακτήρα. Οι λιποτάκτες και οι απείθαρχοι στρατιώτες διατύπωναν ένα σαφές αίτημα, την επιστροφή στην πατρίδα και την αποστράτευση, που είχε εκφραστεί ήδη από το 1918, αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα του Νοέμβρη του 1920 και δεν είχε υλοποιηθεί. Η κορύφωση του φαινομένου από τον Σεπτέμβρη του 1921 και μετά δείχνει ότι υπήρξε μια μορφή σύγκρουσης με τους φορείς της κυβέρνησης στο μέτωπο, την στρατιωτική ηγεσία και το σώμα των αξιωματικών, χωρίς να φτάνει όμως ως το επίπεδο αμφισβήτησης της αστικής πολιτικής εξουσίας18.
Στα μετόπισθεν και στο εσωτερικό επικρατούσε επίσης αναβρασμός. Στον αγροτικό χώρο οι συνεχείς επιτάξεις των πολέμων σε συνδυασμό με την απώλεια των ανδρών από τις αγροτικές εργασίες πυροδότησαν επίσης διαμαρτυρίες.
Στις περιοχές με μικροΐδιοκτήσια αυξήθηκαν οι λιποταξίες. Στην Αχαΐα και Ηλεία ανέρχονταν σε 25.00019. Στις περιοχές με μεγάλη ιδιοκτησία οργανώθηκαν και κινητοποιήσεις. Στις Σέρρες, την Πορταριά Πηλίου και τη Χαλκιδική διεκδικήθηκαν απαλλοτριώσεις όταν το 1921 επιστράφηκαν τσιφλίκια σε γαιοκτήμονες20.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Θεσσαλία όπου έδρευε η Ι Μεραρχία η οποία μετρούσε τουλάχιστον 69 μήνες παρουσίας στα πολεμικά μέτωπα την περίοδο 1912-1922. Τον Μάρτη του 1921 αγρότες των επαρχιών Αλμυρού, Λαρίσης, Τυρνάβου, Φαρσάλων, Βόλου, Ελασσόνας, Τρικάλων, Καλαμπάκας και Καρδίτσας δεν προσήγαγαν τα ζώα τους και τα οχήματα τους στην Επιτροπή Επίταξης. Τον Μάιο βίαιες επιθέσεις κολίγων και συγγενών τους σημειώθηκαν εναντίον των αρχών στα ειρηνοδικεία τον Μάη του 1921 λόγω της εκδίκασης εξώσεων αγροτών-συγγενών εφέδρων και της αντικατάστασης τους από μουσουλμάνους αιχμαλώτους. Διόλου τυχαία, οπλίτες της Ι Μεραρχίας που μετέβαιναν στις μονάδες του μετώπου με τέτοιες προσλαμβάνουσες συνέδεαν τον πόλεμο στη Μικρά Ασία με την κερδοφορία των γαιοκτημόνων.
Τον Ιούνη του 1921 οι ανυπότακτοι της Ι Μεραρχίας ανέρχονταν πλέον στο 29% (15.337 από τους 52.706) παρά τις απαγορεύσεις στη διανομή της γης σε όσους λιποτακτούσαν. Οι αντιδράσεις πήραν τη μορφή γενικευμένης εξέγερσης σχεδόν όλο τον Ιούλη του 1921 με αιτήματα την εφαρμογή του αγροτικού νόμου με Νομοθετικό Διάταγμα, την παραχώρηση της ετήσιας σοδειάς στους συνεταιρισμούς και την μη καταβολή του 1/3 της σοδειάς στους γαιοκτήμονες.
Σε χωριά της Δυτικής Θεσσαλίας ακτήμονες μαζί με τις οικογένειες τους έσπασαν τις αποθήκες και τοποθέτησαν τα γεννήματα τους που πριν αρνούνταν να τα δεχτούν οι μεγαλογαιοκτήμονες, εξεδίωξαν τους ενοικιαστές των κτημάτων, τους επιστάτες, το προσωπικό των τσιφλικιών και δικαστικούς λειτουργούς που ήρθαν να το εισπράξουν. Ένοπλοι κολίγοι, συγκρούστηκαν με δυνάμεις του στρατού (1600 άνδρες), της χωροφυλακής, των γαιοκτημόνων. Η εξέγερση συνδύαζε το αίτημα της δίκαιης κατανομής ειδών πρώτης ανάγκης με καταγγελίες για τις συνεχιζόμενες απώλειες και πολεμικές θυσίες21.
Έντονες αντιδράσεις εκδηλώθηκαν από τα θύματα πολέμου και τους συγγενείς των εφέδρων. Η πεποίθηση ότι ο πόλεμος δεν τελείωνε – ιδίως μετά τις εκλογές του 1920- , θα συνεχίζονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα και εξυπηρετούσε το συμφέρον μίας μειοψηφίας καθόρισε σημαντικά τη συλλογική νοοτροπία. Κύριο στοιχείο της διαμαρτυρίας τους ήταν η προβολή των ευνοημένων του πολέμου. Κατήγγειλαν «τα παιδιά των πλουσίων» ως «κουραμπιέδες που κάθονται στην Αθήνα» και τύγχαναν λόγω γνωριμιών κάθε είδους εξυπηρετήσεις έναντι των θυσιών των φτωχών τραυματιών22.
Όπως στη Γερμανία αλλά και αλλού στην Ευρώπη23, έτσι και στην Ελλάδα η κερδοσκοπία αποτελούσε βασικό πεδίο κινητοποίησης και διαμαρτυρίας. Οι έμποροι κερδοσκόποι χρεώνονταν με έλλειψη πατριωτισμού, ακριβώς επειδή δεν συμμετείχαν στα βάρη του πολέμου και καταγγέλλονταν ονομαστικά. Ως κερδοσκόποι καταγγέλλονταν επίσης εργοδότες επιχειρηματίες και οι κάτοχοι ακινήτων οι οποίοι απειλούσαν ή προέβαιναν σε εξώσεις θυμάτων πολέμου λόγω αδυναμίας καταβολής των ενοικίων24.
Η σατυρική εφημερίδα του μετώπου Φούντα, παραμονές της κατάρρευσης, σε ένα ευθυμογράφημα της με θέμα τις οικονομικές δυσκολίες των Αθηναίων και την απειλή εξώσεων λόγω αύξησης των ενοικίων προέτρεπε να καταταγούν οι άνδρες στους εύζωνες, ώστε να έχουν «σίγουρη στέγη» στο μέτωπο, όπου και δεν θα κινδύνευαν να «σφαχτούν από τους νοικοκυραίους»25.
Δεν άργησαν να οργανωθούν κινητοποιήσεις. Στις 14 Αυγούστου 1921 πραγματοποιήθηκε εξέγερση των φυματικών στο Σανατάριο Σωτηρία. Το αίτημα τους για έλεγχο της λειτουργίας του σανατορίου σχετικά με την τροφοδοσία και το συσσίτιο26 ευθυγραμμίζονταν με τις προτάσεις ηγετικών στελεχών της ΠΕΤΠ για ανάληψη της διοίκησης της «Στέγης της Πατρίδας» από τους ανάπηρους πολέμου. Το κοινό αίτημα για κοινωνικό έλεγχο της πρόνοιας των θυμάτων πολέμου παραπέμπει σε αντίστοιχες διεκδικήσεις οργανώσεων τραυματιών και αναπήρων πολέμου στη Γερμανία ήδη από το 1918.
Συνολικότερα, την περίοδο 1921-1922, το κίνημα Αναπήρων, Τραυματιών και Θυμάτων Πολέμου όπως χήρες και ορφανές στις μεγάλες πόλεις (Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη) συνδέθηκε με τη ΓΣΕΕ και το ΣΕΚΕ(Κ), υιοθέτησε ως καθήκον την καταπολέμηση των τάσεων «προς δημιουργίαν νέων πολέμων» και την πάλη των τάξεων ως μέσο προώθησης των αιτημάτων τους για κοινωνική πρόνοια και εργασία. Διεκδίκησαν δυναμικά τη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου και την προστασία των οικογενειών τους, αγώνας που κατέληξε σε συλλαλητήριο διαμαρτυρίας και συγκρούσεις έξω από την βουλή, εν μέσω της κορύφωσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τον Μάη του 192227.
Οι παραπάνω αλλαγές και εξελίξεις έφερναν τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, κυρίως τα φτωχά λαϊκά στρώματα σε όσμωση με το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα το οποίο διεκδίκησε δυναμικά την αποκλειστική έκφραση των αντιπολεμικών διαθέσεων. Τον Ιούλη του 1919 οι αρχές θορυβήθηκαν και διέταξαν τη σύλληψη της «εργατικής ομοσπονδίας» όταν η πενταμελής σοσιαλιστική παράταξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Γ.Σ.Ε.Ε με σαφή τρόπο έκανε ανοιχτά λόγο για κήρυξη γενικής απεργίας και καλούσε τους στρατιώτες «να φείδωνται αίματος των ίνα χύνωμεν τούτο εις αγώνα τάξεων»28.
Όταν μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920 διαφάνηκαν οι κυβερνητικές προθέσεις για νέα επιστράτευση και σε διάφορες επαρχιακές πόλεις πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις υπέρ της επιστράτευσης, οργανώθηκαν αντιπολεμικά συλλαλητήρια με πρωτοβουλία των εργατικών σωματείων στα οποία συμμετείχαν και επίστρατοι, όπως στη Λάρισα και το Αγρίνιο, τη Δράμα. Τον Φλεβάρη του 1921, στην Αγιά Λάρισας η τοπική Πανεργατική Ένωση και επίστρατοι υπέγραψαν κοινό ψήφισμα με το οποίο κατηγορούσαν τη νέα κυβέρνηση για «σκευωρία προς νέους πολέμους» και ζητούσαν την άμεση αποστράτευση και τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία των «Σοβιέτ». Παράλληλα, στις κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης διατυπώθηκαν και πολιτικά αιτήματα λόγω του πολέμου, της αισχροκέρδειας και της εκτόξευσης των τιμών σε βασικά αγαθά όπως κατά τη λαϊκή εξέγερση στο Βόλο τον Φεβρουάριο του 1921, στις απεργίες της κλωστουφαντουργίας Ρετσίνας και των σιδηροδρομικών και της Ομοσπονδίας Ηλεκτροκινήσεως το Νοέμβριο του 1921.
Η πιο ριζοσπαστική έκφραση των αντιπολεμικών διαθέσεων ήταν η αντιμιλιταριστική δράση των κομμουνιστών στο στρατό και το στόλο από το 1920 και συντονισμένα από τον Μάη του 1921. Εκδηλώθηκε τόσο στις μονάδες των μετόπισθεν όσο και σε αυτές του μετώπου. Από τις 29 μονάδες στις οποίες έδρασαν οι αντιπολεμικοί όμιλοι του ΣΕΚΕ, οι 16 (οριακά περισσότερες) βρίσκονταν στο εσωτερικό και τα μετόπισθεν και οι 13 στο μέτωπο όπου η ανάπτυξη των δικτύων ήταν ισχνή. Αναπτύχθηκαν κυρίως στον τομέα του Νοτίου Συγκροτήματος που έδρευαν μονάδες με σύνθεση οπλιτών κυρίως από την Παλαιά Ελλάδα. Ήταν κυρίως απλοί στρατιώτες παλαιών κλάσεων, λιγότεροι δεκανείς και λοχίες, πιο σπάνια υπαξιωματικοί. Κοινωνικά η πλειοψηφία ήταν εργάτες, αλλά και φοιτητές και διανοούμενοι.
Η παρέμβαση τους ήταν προπαγανδιστική παρά τις σαφείς αναφορές στις αντιλήψεις του Λένιν για τον πόλεμο και την επανάσταση, αφορούσε τη διαχείριση των καθημερινών προβλημάτων (διαβίωση, συσσίτιο), τον εκδημοκρατισμό του στρατού με την κατοχύρωση πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Άλλοι προσδοκούσαν την απόλυση και αποστράτευση άλλοι την κοινωνική επανάσταση και ανατροπή. Σε γενικές γραμμές πίστευαν ότι το τέλος του πολέμου θα προκαλούσε ριζοσπαστικές αλλαγές.
Πολιτικά υιοθετήθηκαν ως στόχοι η ειρήνη και η αποστράτευση και όχι το κάλεσμα σε αυτοτελή εργατική-λαϊκή αντιπολεμική πάλη στην προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης όπως αποκαλύπτει και το κατασχεθέν από τις αρχές επεξεργασμένο πρόγραμμα οδηγιών που προώθησε ο Στυλιανός Αρβανιτάκης ως υπεύθυνος της αντιπολεμικής προπαγάνδας στο Ουσάκ, το Εσκί-Σεχίρ και το Αφιόν Καρά Χισάρ και που συνελήφθη τον Μάιο του 1922 . Στην υιοθέτηση της συγκεκριμένης συνθηματολογίας, φαίνεται να συνεκτιμήθηκε (τουλάχιστον από τους στρατιώτες του μετώπου) και η δυσκολία απήχησης του συνθήματος της σοσιαλιστικής επανάστασης λόγω μη ώριμων συνθηκών και της διεξαγωγής πολέμου σε ξένο εχθρικό έδαφος.
Όμως, η κύρια αιτία της πολιτικής γραμμής που προέβαλε το ΣΕΚΕ (Κ) ήταν η ρεφορμιστική του στροφή. Απορρίπτονταν ο πασιφισμός και η φυγοστρατία και προκρίνονταν η στράτευση και μάλιστα η αποστολή στο μέτωπο για οργάνωση της αντιπολεμικής δράσης επιχειρώντας να λύσουν στην ουσία ένα πάγιο πρόβλημα, αυτό της προσέγγισης των αγροτών που πριν ήταν διασκορπισμένοι στα χωριά τους. Οι στόχοι με βάση το κατασχεθέν πρόγραμμα του Αρβανιτάκη ήταν τρείς ανάλογα με τις εξελίξεις: η παρεμπόδιση της μαζικής προσχώρησης στρατευμένων σε ένα βενιζελικό κίνημα, αν αυτό εκδηλώνονταν, η άσκηση πίεσης για απόλυση αν πραγματοποιούνταν ένοπλη αποχώρηση του στρατού και η οργάνωση αντιπολεμικών συλλόγων εφέδρων στην Ελλάδα σε περίπτωση εκκένωσης του μετώπου όπως και έγινε. Η υποχώρηση του εργατικού κινήματος μετά τις μαζικές επιστρατεύσεις του 1921 και την συστηματική καταστολή υποχρέωνε την αναζήτηση νέων μαζικών χώρων δράσης29.
Συμπερασματικά, η λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία ήταν αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και πολυπαραγοντικής διαδικασίας που κορυφώθηκε στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και είχε διαφορετικές κοινωνικές αφετηρίες και κατά συνέπεια διαφορετικές πολιτικές απολήξεις. Ωστόσο, σε καμία φάση της Μικρασιατικής Εκστρατείας η αντιπολεμική λαϊκή διαμαρτυρία δεν εκφράστηκε με ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα και πολύ περισσότερο δεν κορυφώθηκε σε ένα κίνημα, τόσο στο μέτωπο και στα μετόπισθεν στην κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής όπως στη Ρωσία. Παρ’ όλα αυτά διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης της συλλογικότητας και ευρύτερων κοινωνικών διεργασιών που αποτυπώθηκαν μετά το 1922 όπως με την εμφάνιση των Ενώσεων Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού που αναπτύχθηκαν με πρωτοβουλία του ΚΚΕ. Επρόκειτο για ένα κίνημα αντιμιλιταριστικό που πρωτοστάτησε και υποστήριξε τις εργατικές και αγροτικές κινητοποιήσεις, κυριάρχησε έναντι των άλλων εφεδρικών οργανώσεων μέχρι την άγρια καταστολή τους τη διετία 1925 -1926 από τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου.
1 Γιώργος Χρανιώτης, « “Δε θέλουμε στρατούς και στόλους […] ούτε ανθρώπους με γαλόνια”: Παλαιοί Πολεμιστές, αντιμιλιταρισμός και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα (1922 – 1925)» στο Δημήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής, Χαράλαμπος Μινασίδης (επιμ.), Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας, βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2022, σσ. 389 – 390.
2 Βλ. ενδεικτικά Εμπρός, 2 Φεβρουαρίου 1925, Μακεδονικά Νέα, 2, 4, 6, 9 και 25 Φεβρουαρίου 1925,
Εθνική Φωνή, 1 και 2 Φεβρουαρίου 1925.
3 Ριζοσπάστης, 3 Φεβρουαρίου 1925.
4 Για την έννοια της «συσσώρευσης μέσω της αφαίρεσης πόρων από άλλους» και τη σύνδεση της με τη γεωγραφική επέκταση βλ. David Harvey, New Imperialism, Oxford University Press, Oxford 2003, σσ. 33 κ.ε., 137 – 182.
5 Γιώργος Χρανιώτης, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία και εργατικό – κομμουνιστικό κίνημα, 1919
– 1922» στο συλλογικό Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ (επιμ.), Ιμπεριαλιστική Εκστρατεία και Μικρασιατική Καταστροφή, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2022, σσ. 138 – 142, 144 – 146.
6 Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου (εφεξής ΥΔΙΑ), 1918, Φακ. Α(4)-Ι(2), «Υπουργός Οικονομικών δια Κύριον Πρόεδρον», 5 Νοεμβρίου 1918.
7 ΥΔΙΑ, 1920, Φακ. 29/5, «Έκθεση Λιβαθινόπουλου προς το Υπουργείον των Στρατιωτικών», 5 Δεκεμβρίου 1918.
8Η τιμή του λευκού ψωμιού αυξήθηκε για παράδειγμα από 0,39 δραχμές η οκά το 1914 σε 2,40 τον Ιούνιο του 1922 και 7 τον Μάρτιο του 1923. Ο πληθωρισμός στα βασικά αγαθά το 1922 σε σύγκριση με το 1914 παρουσίασε αύξηση 597%. Βλ. State Department National Archives (εφεξής SDNA), M. 505, “Cost of Living in Greece”, 23.6.1921 και Μ. 510, “Cost of Living in Greece”, 16.7.1923. Γιώργος Μητροφάνης, «Τα δημόσια οικονομικά. Οικονομική ανόρθωση και πόλεμοι 1909 – 1922» στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002, σ.124, 127.
9 Την περίοδο 1919 – 1922 τα πολεμικά κονδύλια κάλυψαν το 56% των κρατικών δαπανών. Το 1921 η εκστρατεία στη Μικρά Ασία κόστιζε την 8 εκατομμύρια δραχμές την ημέρα όταν την ίδια στιγμή προβλεπόταν από το κρατικό προϋπολογισμό μόλις 8,5 εκατομμύρια δραχμές για την περίθαλψη των θυμάτων πολέμου για την περίοδο 1920 – 1922. Μητροφάνης, «Τα δημόσια οικονομικά», σ. 127. Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 93. «Περί περιθάλψεως των θυμάτων του πολέμου», Νόμος 1960, 27 Ιανουαρίου 1920, ΦΕΚ, αρ. φ. 24, 29 Ιανουαρίου 1920, σ. 231. «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των νόμων 1960 και 2503 “Περί περιθάλψεως θυμάτων πολέμου”», Νόμος 2802, 14 Ιουνίου 1922, ΦΕΚ, αρ. φ. 96, 22 Ιουνίου 1922, σ. 419.
10 Γιώργος Μαργαρίτης, «Οι πόλεμοι» στο Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας στον 20ο αιώνα, τ. Α2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2002, σ. 181.
11Γιώργος Χρανιώτης, Το κίνημα των παλαιών πολεμιστών στην Ελλάδα την περίοδο του Μεσοπολέμου: Παλαιοί πολεμιστές, εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, 1922 – 1928, διδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2021, σσ. 196 – 201.
12«Περί μεταρρυθμίσεως των αφορωσών την λιποταξίαν και ανυποταξίαν διατάξεων», Νόμος 1013, 28 Οκτωβρίου 1917, ΦΕΚ, αρ. φ. 247, Εν Αθήναις τη 3 Νοεμβρίου 1917, 1002. «Περί επεκτάσεως των διατάξεων των νόμων ΤΟΔ΄, ΥΙΕ΄ και ΩΞΗ΄ “περί καταδιώξεως της ληστείας και επί των αδικημάτων της στάσεως, ανυποταξίας και αντιστάσεως της Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας”, Νόμος 1227, 31 Μαρτίου 1918, ΦΕΚ, αρ. φ. 70, Εν Αθήναις τη 4 Απριλίου 1918, 413.
13 Χρανιώτης, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία», σσ. 149 – 152.
14 Επαμεινώνδας Κ. Στασινόπουλος, Ο στρατός της πρώτης εκατονταετίας. Ιστορική επισκόπησις της εξελίξεως του ελληνικού στρατού, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1993, σσ. 88, 90.
15 Εμπρός, 7 Σεπτεμβρίου 1921, 16 Απριλίου 1922. Μακεδονία, 20 Μαΐου 1922. Ριζοσπάστης, 7 Απριλίου 1922.
16Νίκος Βαφέας, Από τον λιποτάκτη στον αντάρτη. Η «στάσις των ανυπότακτων» στη δυτική Κρήτη (1921 – 1922), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022.
17Εμπρός, 21 Μαρτίου 1922.
18 Χρανιώτης, «Η λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία», σσ. 154 – 161.
19 Στασινόπουλος, ό.π., σ. 90.
20 Ριζοσπάστης, 16 Ιουλίου 1921. Σπύρος Μαρκέτος, Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Αντινομίες του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1998, σσ. 474 – 475. Αλέξανδρος Δάγκας, Για μια κοινωνική ιστορία της υπαίθρου. Η περιφέρεια Θεσσαλονίκης στον 20ο αιώνα. Η περίοδος έως το 1945, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 113 – 114.
21Χρανιώτης, Το κίνημα των παλαιών πολεμιστών, σσ. 331 – 333.
22 Βλ. επιστολές τραυματιών και αναπήρων πολέμου σε Ριζοσπάστης, 30 Απριλίου, 23 Ιουλίου 1921, 3
Μαρτίου 1923.
23 Belinda Davis, Home Fires Burning. Foods, Politics and Every Day Life in World War I Berlin, The University Of North Carolina Press, Chappel Hill and London 2000, σσ. 6, 48 – 92. Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία. Ιστορία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς 1850 – 1923, Α΄ τόμος, Πρόλογος – Επιμέλεια : Σ. Μαρκέτος, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010, σσ. 242 – 252 όπου αναφέρονται παραδείγματα από τη Σκωτία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Αυστρία, κυρίως την περίοδο 1915 – 1917.
24 Βλ. ενδεικτικά επιστολές διαμαρτυρίας γυναικών θυμάτων πολέμου. Ριζοσπάστης, 8 Οκτωβρίου 1921, 4 και 18 Μαρτίου 1922.
25Φούντα, Επιθεώρηση του 5/42 ΣΕ, Έτος Α΄, αρ. 22, Τ.Τ. 922, τη 3η Ιουλίου 1922.
26 Κώστας Στουρνάς, Η «Σωτηρία». Τόπος μαρτυρίου των φθισικών, Αθήνα 1936, σσ. 15, 16, 19, 71-
72. Ριζοσπάστης, 23, 31 Μαΐου, 14 και 15 Αυγούστου 1921.
27 Χρανιώτης, Το κίνημα των παλαιών πολεμιστών, σσ. 412 – 466. Βλ. επίσης Κώστας Παλούκης, «Η Πανελλήνιος Ένωσις Τραυματιών Πολέμου και η ριζοσπαστικοποίηση των αναπήρων πολέμου στην Αθήνα (1918 – 1923)» στο Δημήτρης Καμούζης, Αλέξανδρος Μακρής, Χαράλαμπος Μινασίδης, Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2022, σσ. 345 – 372.
28Με αφορμή την συγκεκριμένη θέση ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το Παρίσι ζητούσε αποτελεσματική πάταξη κάθε «αντεθνικής προπαγάνδας» και κήρυξη στρατιωτικού νόμου. ΥΔΙΑ, Βενιζέλος δια Αντιπρόεδρον Υπουργικού Συμβουλίου, 8 Ιουλίου1919.
29Βλ. αναλυτικά Χρανιώτη, «Λαϊκή αντιπολεμική διαμαρτυρία», σσ. 168 – 191.