- Πλατεία Παναγιώτη Μακρή
ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ

Η Χαλκηδόνα (Χαλκηδών), σημερινό Καντίκιοϊ, ήταν αρχαία παραθαλάσσια πόλη της Βιθυνίας, στη Μικρά Ασία, στο δεξιό παράκτιο τμήμα, καθώς εισερχόμαστε στο Βόσπορο, από την Προποντίδα.
Κτίστηκε το 675 π.Χ. ως αποικία των Μεγαρέων και αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα λόγω του πανελλαδικά φημισμένου εκεί Μαντείου του Απόλλωνα.
Κατακτήθηκε από τους Πέρσες, επί Δαρείου. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον μετέπειτα Πελοποννησιακό πόλεμο, οπότε η πόλη ταλαντεύτηκε πολλές φορές μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης στις συμμαχίες που σημάδεψαν την αρχαία Ελλάδα.
Το 74 π.Χ. κατελήφθη από τους Ρωμαίους. Αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Επί Αυτοκράτορα Διοκλητιανού, στην πόλη αυτή, 16 Μαρτίου 303 μ.Χ., μαρτύρησε η Αγία Ευφημία. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, το 451 έγινε στην πόλη η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, η μέχρι σήμερα λεγόμενη «Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας» και το 507 σημαντική τοπική Σύνοδος. Συμπερασματικά, υπέστη πολλές και αλλεπάλληλες επιθέσεις, μέχρι την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Σήμερα η περιοχή της παλιάς Χαλκηδόνας ονομάζεται Καντίκιοϊ (τουρκ. Kadıköy) και είναι προάστιο της Κωνσταντινούπολης, με σιδηροδρομικό σταθμό. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρεί μέχρι σήμερα τη Μητρόπολη Χαλκηδόνας. Από την αρχαία ιστορία της πόλεως υφίσταται μονάχα το τμήμα παραλιακού τείχους και κάποιοι τάφοι που βρέθηκαν σε ανασκαφές κατά την διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής. Τα ακριβή όρια της επαρχίας Χαλκηδόνας μπορούν να καταγραφούν μόνο κατά την Ύστερη Οθωμανική περίοδο (τέλος 19ου – αρχές 20ου αιώνα). Αυτή κάλυπτε μια εκτεταμένη παραλιακή κατά βάση ζώνη, με μικρό βάθος στην ενδοχώρα. Στην επαρχία Χαλκηδόνας εντάσσονταν και τα Πριγκιποννήσια, από την εποχή της ανασυγκρότησης της Μητροπόλεως, κατά το 15ο αιώνα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Η Κωνσταντινούπολη (Πόλη) είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το 330 μ.Χ., στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ονομάστηκε Νέα Ρώμη και αργότερα Κωνσταντινούπολις διατηρώντας την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου Κόλπου (τουρκ. Haliç) στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, ο οποίος με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα (τουρκ. Karadeniz) στον βορρά με τη θάλασσα του Μαρμαρά στον νότο. Αποτελεί κατά αυτό τον τρόπο τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία. Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που περιλαμβάνουν την παλαιά Κωνσταντινούπολη , την περιοχή του Μπέηογλου με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι μαζί με άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του Βοσπόρου.
Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τεσσάρων διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής (330 – 395), της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (395 -1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και της Οθωμανικής (1453-1922) με συνέπεια την ανάδειξη πολιτισμών σε μια σύμμεικτη σήμερα παρουσία. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
ΚΙΟΣ

Η Κίος της Μ. Ασίας ήταν μια ανεπτυγμένη παραλιακή πόλη, στις εκβολές του Ασκάνιου ή Κυανού ποταμού, ξεκινώντας από τις παρυφές του Αργαθώνιου όρους και καταλήγοντας στη θάλασσα, αποτελώντας το επίνειο της Προύσας.
Ο πληθυσμός της Κίου, κατά το 1922, ήταν περισσότεροι από 12.000 κάτοικοι, εκ των οποίων 8.000 και πλέον Έλληνες, οι υπόλοιποι δε Τούρκοι, Αρμένιοι και λίγοι Εβραίοι.
Η γύρω περιοχή της Κίου την 2η χιλιετία π.Χ. κατοικήθηκε από τους Χετταίους, ενώ τον 12ο αιώνα π.Χ. καταλήφθηκε από τους Φρύγες και συνέχεια από τους Μυσούς,
Κατά τον 10ο αιώνα π.x την κατέλαβαν Βιθυνοί, ενώ το 625 π.Χ. μέχρι 553 η περιοχή καταλήφθηκε από τους Μιλήσιους που ίδρυσαν πόλεις ανάμεσα τους και η Κίος.
Κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Κίος απέκτησε σημασία λόγω της θέσης της και αποτέλεσε το προσφιλές θέρετρο των βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το 1100 μ.Χ. την κατέλαβαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι
Από το 1912-1920 ξεκινώντας οι Βαλκανικοί πόλεμοι όλοι οι Έλληνες της Μ. Ασίας και καθ’ όλη την διάρκεια τους και βέβαια στην συνεχεία δέχονται τις διώξεις των Οθωμανών, φυλακίσεις , εξορίες, οικονομικός πόλεμος, δολοφονίες και κάθε είδους δίωξή που μπορεί να φαντασθεί κανείς
Στις 25 Ιουλίου 1920 ο Ελληνικός στρατός εισέρχεται στην Κίο
Στις 25ης Αυγούστου 1922 σε 11 φορτηγά πλοία άρχισε η επιβίβαση των προσφύγων, αφήνοντας πίσω την προαιώνια πατρίδα, την περιουσία τους, και τους τάφους αγαπημένων προσώπων.
ΛΑΜΨΑΚΟΣ

H Λάμψακος ήταν αρχαία ελληνική αποικία των Φωκαέων, κτισμένη σε στρατηγική θέση στις ακτές του Ελλήσποντου στη βόρεια Τρωάδα. Ως χρονολογία ίδρυσης της ελληνικής αποικίας παραδίδεται το έτος 654/653 π.Χ. και ως τόπος καταγωγής των αποίκων η ιωνική Φώκαια. Έχασε την ανεξαρτησία της τον 6ο αιώνα π.Χ. από τους Λυδούς. Η λυδική κυριαρχία τελείωσε με την κατάληψη των Σάρδεων από τους Πέρσες το 546 π.Χ.
Λίγο αργότερα η Λάμψακος περιήλθε στην κυριαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας
Το 464 π.Χ. η Λάμψακος, που φημιζόταν για την παραγωγή οίνου, δόθηκε μαζί με τη Μαγνησία και το Μυούντα «εις οίνον, άρτον και όψον» από τον Αρταξέρξη στον εξόριστο Θεμιστοκλή.
Μετά τη λήξη των Περσικών πολέμων η Λαμψάκος περιήλθε στον έλεγχο των Αθηναίων και εντάχθηκε στη Δηλιακή Συμμαχία, έχοντας την υποχρέωση να συνεισφέρει δώδεκα τάλαντα στο ταμείο γεγονός που μαρτυρεί και την ευημερία της πόλης.
Εξασθένισε μετά από την επανάσταση που πραγματοποίησε το 411 π.Χ. κατά των Αθηναίων.
Η Περσική κυριαρχία διήρκεσε μέχρι την άφιξη του Αλεξάνδρου στην Μυσία το 334 π.Χ.
Ο Μακεδόνας βασιλέας αποδέχθηκε την υποταγή της Λαμψάκου και λίγο αργότερα ίδρυσε εκεί νομισματοκοπείο, ενισχύοντας την σημαίνουσα θέση της στην περιοχή.
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. σηματοδότησε μια ταραγμένη εποχή διαρκών ανακατατάξεων.
Ως πόλη της Ρωμαϊκής Ασίας, η Λάμψακος παρέμεινε ένα ακμάζον εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο, στην οικονομική δραστηριότητα του οποίου έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι εκεί εγκατεστημένοι Ρωμαίοι έμποροι.
Η Λάμψακος κατά την περίοδο αυτή γνώρισε μεγάλη ακμή, όπως μαρτυρούν τα άφθονα νομίσματά της, οι διασωθέντες “Λαμψακηνοί στατήρες”.
Μέχρι την εποχή του Αυγούστου η πόλη συνέχιζε να είναι σημαντικό κέντρο της περιοχής με ακμάζουσα οικονομία.
Τον 4ο αιώνα, επί Κωνσταντίου (337 – 361 μ.Χ.), ισοπεδώθηκαν με διαταγή του αυτοκράτορα όλοι οι αρχαίοι ναοί που σώζονταν μέχρι τότε.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού η Λάμψακος έγινε έδρα επισκόπου
Το 1296 περιήλθε στην Τουρκική κυριαρχία, αλλά διατήρησε το αρχαίο τοπωνύμιο (τουρκική ονομασία Lapseki).
ΑΣΣΟΣ

Η Άσσος ήταν αρχαία ελληνική πόλη στην περιοχή της Τρωάδος. Βρίσκεται στις βόρειες ακτές του κόλπου του Αδραμυττίου, απέναντι από τη Μήθυμνα της Λέσβου.
Στην αρχαιότητα ήταν η δεύτερη σε σημασία Αιολική πόλη.
Η απόσταση από άλλες γνωστές πόλεις της περιοχής σε χιλιόμετρα ήταν: Τροία 66 , Αϊβαλί : 130 Balıkesir: 161 , Κωνσταντινούπολη: 257 Πέργαμος : 180
Η Άσσος είχε εγκαταλειφθεί εδώ και εκατοντάδες χρόνια.
Το 1258 μ.Χ όταν καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς ήταν ένα ασήμαντο μικρό χωριό. Μετά την εγκατάσταση τους, ο οικισμός αναπτύχθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση και εμφανίστηκε το χωριό Μπεραμκάλε.
Αυτό είναι και το πλησιέστερο υπάρχον μικρό χωριό.
Δεν έχουμε πληροφορίες για την παρουσία Ελλήνων σε αυτό, το 1922.
Η Άσσος, το σημερινό Μπεραμκάλε, αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας και μια από τις πιο μελετημένες αρχαίες ελληνικές πόλεις της Τρωάδας. Το ύψωμα των 234 μ., σύμφωνα με τον Στράβωνα, στην εποχή του φιλοξενούσε την Άσσο, πολύ σημαντική, όπως γράφει. «Πόλεις δ’ εισίν αξιόλογοι, Άσσος τε και Αδραμύττιον» (1.66). Σύμφωνα τώρα με τον Μηθυμναίο ιστορικό Μυρσίλο (τέλη 4ου-αρχές του 3ου π.Χ. αι.), η Άσσος ήταν αποικία των Μηθυμναίων, η μόνη που ίδρυσαν στη Μικρά Ασία τον 7ο π.Χ. αι. Το ανέφερε στα «Λεσβιακά» του (σώζονται αποσπάσματα): «Φησί δε Μυρσίλος Μηθυμναίων ώκισμα είναι, την Άσσον, Ελλάνικος τε και Αιολίδα φησίν» Στρ.1.5.
Αυτός ο Μυρσίλος είναι ο ίδιος που ανέφερε για το «Ηρώο» του Ήρωα Λεπέτυμνου στην κορυφή του βουνού, αυτό που το 1997 εντοπίστηκε σαν Ιερό κορυφής στην 2η κορυφή, τον Αϊ-Λια.
Εκεί λοιπόν στον λαξευμένο βράχο του Ιερού, η φωτιά θα έστελνε το σήμα απέναντι, στην ακρόπολη της Άσσου, στο Ιερό της Αθηνάς, που πρώιμα, τον 6ο π.Χ. αι., είχε στήσει η μητρόπολη Μάθυμνα. Από αυτή την πρώιμη Άσσο, όπως θα δούμε, σώζονται θεμέλια κτισμάτων δίπλα στο ιερό της Αθηνάς αλλά και τμήματα του αρχαϊκού, πολυγωνικού τείχους. Η Άσσος αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο δημοφιλείς αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας, αλλά και μία από τις πλέον μελετημένες αρχαίες ελληνικές πόλεις της Τρωάδος
ΑΪΒΑΛΙ

Το Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalık) βρίσκεται απέναντι από τη Λέσβο, σε απόσταση 20 χλμ. από τις ακτές του νησιού και 25 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης της Μυτιλήνης. Ήταν χτισμένο στο βάθος όρμου τον οποίο προφύλασσαν τα Μοσχονήσια.
Η ονομασία της πόλης προέρχεται από την τουρκική λέξη ayva, η οποία σημαίνει «κυδώνι». Εκτός από την ονομασία «Αϊβαλί», η οποία επιλέχθηκε ως κύρια, ήταν σε χρήση μέχρι τέλους και η λόγια ελληνική εκδοχή της «Κυδωνίαι». Η επιλογή μεταξύ των δύο δεν ήταν άμοιρη ιδεολογικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα παρείχε και στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα του ομιλούντος. Οι εκπρόσωποι των ανώτερων στρωμάτων προτιμούσαν την εκδοχή «Κυδωνίαι», ενώ ο όρος «Αϊβαλί» χρησιμοποιούνταν από τα λαϊκά στρώματα. Σχετικά με την προέλευση του ονόματος έχουν διατυπωθεί πολλές, αλλά μάλλον αστήρικτες, θεωρίες. Ο Didot συσχέτισε την πόλη με την Κυδωνία του Πλινίου. Ο Raffenel υποστήριξε ότι ο οικισμός πήρε το όνομά του από τις πολλές κυδωνιές, οι οποίες μετά εξέλιπαν. Η προέλευση του ονόματος αποδόθηκε και στα κυδώνια, τα γνωστά οστρακόδερμα, που υπάρχουν στη γύρω θαλάσσια περιοχή. Σύμφωνα με άλλη θεωρία πάλι πρόκειται για αποικία της Κυδώνας της Λέσβου.
Η ίδρυση του οικισμού τοποθετείται μεταξύ του 1570 και του 1580. Οι πρώτοι οικιστές ήρθαν από τα γειτονικά παράλια της Λέσβου στην προσπάθεια να αποφύγουν τις επιδρομές των πειρατών και ίδρυσαν οικισμούς στην παραλία, στις θέσεις Χόνδραμμο (Καμπακούμ) και Καμπύλη Άκρα (Εγρί Μποτζάκ). Επειδή όμως και εκεί δεν έπαψαν οι ενοχλήσεις των πειρατών, μετακινήθηκαν προς το εσωτερικό του όρμου, στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα το Αϊβαλί.
Στο Αϊβαλί κατοικούσαν κατεξοχήν χριστιανοί ορθόδοξοι, υπήρχαν όμως και κάποιες οικογένειες μουσουλμάνων, και συγκεκριμένα 25-30 οικογένειες Οθωμανών κρατικών υπαλλήλων, καθώς και 10 περίπου οικογένειες Τσιγγάνων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των περιηγητών ο πληθυσμός της πόλης κατά την προεπαναστατική περίοδο κυμαινόταν μεταξύ 25.000 και 40.000. Στα ίδια περίπου επίπεδα κυμαίνονται και οι εκτιμήσεις για τη μετέπειτα περίοδο. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύτηκαν το 1896 στο περιοδικό Ξενοφάνης ο πληθυσμός ανερχόταν στις 35.000. Στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν στο Αϊβαλί 30.000-35.000 χριστιανοί ορθόδοξοι, από τους οποίους οι 4.000 ήταν Έλληνες υπήκοοι. Κατά τι χαμηλότερες είναι οι εκτιμήσεις που προέρχονται από την έρευνα των προφορικών μαρτυριών, που κάνουν λόγο για 25.000-30.000 περίπου κατοίκους.
Το Αϊβαλί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα αποτελούσε έδρα του ομώνυμου καϊμακαμλικιού και υπαγόταν διοικητικά στο μουτεσαριφλίκι του Μπαλούκεσερ και στο βιλαέτι Προύσας.
ΠΕΡΓΑΜΟΣ

Η αρχαία Πέργαμος, το Πέργαμον υπήρξε ένα από τα κορυφαία πολιτιστικά και πνευματικά κέντρα του Ελληνιστικού κόσμου στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Η ακρόπολή της, που δεσπόζει επιβλητικά πάνω από την κοιλάδα του ποταμού Κάικου, αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά και καλοδιατηρημένα δείγματα της Ελληνιστικής αρχιτεκτονικής.
Η λέξη Πέργαμον ή Πέργαμος είναι ελληνική και σημαίνει οχυρό. Πρωτοκατοικήθηκε από τους Ίωνες την 2η χιλιετία πχ. και στα τέλη του 3ου αιώνα π.χ. αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου.
O βασιλιάς Λυσίμαχος, ένας από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να φυλάξει τον θησαυρό του ο οποίος ανερχόταν στα 9000 τάλαντα διάλεξε την περιοχή της Περγάμου. Τη φύλαξη και τη διαχείριση της τεράστιας αυτής περιουσίας ο Λυσίμαχος την ανέθεσε στον Φιλέταιρο που ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης του. Μετά το θάνατο του Λυσίμαχου ο Φιλέταιρος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον πλούτο του για να εδραιώσει την εξουσία του. Αρχικά φρόντισε να ενισχύσει την οχύρωση του Περγάμου και να κατασκευάσει νέα οικοδομήματα, όπως ένα ναό της θεάς Αθηνάς.
Ο Φιλέταιρος πέθανε το 263 π.χ. και τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Ευμένης. Αυτός με τη σειρά του επεξέτεινε τα σύνορα το κράτος του και επιδίωξε την πνευματική ανάπτυξη του Περγάμου καλώντας φιλοσόφους από την Αθήνα.
Το πρώτο γεγονός που έφερε δόξα στους ηγεμόνες του Περγάμου και τους έκανε γνωστούς στον ελληνιστικό κόσμο ήταν η αναμέτρησή τους με τους Γαλάτες. Οι Γαλάτες κατοικούσαν στην κεντρική και τη δυτική Ευρώπη και τον 4ο αι πχ εισέβαλλαν αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στη Βαλκανική χερσόνησο. Το 279 π.χ. οι Γαλάτες οργάνωσαν μια επιδρομή στη Μακεδονία, προχώρησαν ληστεύοντας και καταστρέφοντας την κεντρική Ελλάδα και έφτασαν ως τους Δελφούς. Συνέχισαν την πορεία τους προς τα ανατολικά και εγκαταστάθηκαν τελικά στα υψίπεδα της κεντρικής Μικράς Ασίας, στην περιοχή της Άγκυρας, που ονομάστηκε από τότε Γαλατία.
Μετά το θάνατο του Ευμένη το 241 πχ ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Άτταλος. Αυτός αντιμετώπισε τους Γαλάτες σε δύο μάχες νικηφόρες. Μετά την επιτυχία αυτή ο Άτταλος πήρε τον τίτλο βασιλεύς και για το βασίλειο της Περγάμου ξεκινά μια λαμπρή περίοδος. Απόδειξη αυτής αποτελούν τα νέα οικοδομήματα και έργα τέχνης με τα οποία στολίζεται το Πέργαμον. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει μια σειρά από μεγάλα συμπλέγματα χάλκινων αγαλμάτων που εικόνιζαν τους ηττημένους Γαλάτες.
Η δύναμη και ευημερία του βασιλείου του Περγάμου έφθασε στο απόγειό της στα χρόνια της βασιλείας του Ευμένη Β’ ( 197-159 π.χ.). Ο Ευμένης ισχυροποίησε τη θέση του στη Μικρά Ασία και επεξέτεινε την επιρροή του στην Ελλάδα. Κατά τη βασιλεία του Ευμένη, τα γεωγραφικά όρια του βασιλείου εκτείνονται από τη θάλασσα του Μαρμαρά ως τα όρη του Ταύρου, ενώ η Πέργαμος αναδεικνύεται σ’ ένα λαμπρό πνευματικό και εμπορικό κέντρο το μεγαλύτερο της ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας με 120.000 κατοίκους.
Η Πέργαμος διακοσμείται με κτίρια και επιβλητικούς ναούς, όπως το τέμενος του Δία και οι στοές γύρω από τον ναό της Αθηνάς Νικηφόρου, ιδρύεται η περίφημη βιβλιοθήκη της Περγάμου και τελειοποιείται η περγαμηνή.
Η παρακμή της πόλης ξεκινά από τα μέσα του 2ου μ.χ. αιώνα. Τότε η Πέργαμος καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους και έγινε το μεγαλύτερο εμπορικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο των Ρωμαίων στην Ασία. Μετά την επανάσταση των Περγαμηνών κατά των Ρωμαίων το 88μΧ, η Πέργαμος απογυμνώθηκε από τα αξιολογότερα μνημεία τέχνης, τα οποία μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.
Τον 7ο αιώνα έγινε βυζαντινή επαρχία και η εκκλησία της γίνεται έδρα Επισκοπής. Η Πέργαμος κατά την βυζαντινή εποχή η πόλη εξελίσσεται σ’ ένα αξιόλογο πνευματικό κέντρο. Στα 1401 καταστράφηκε εντελώς από τον Ταμερλάνο και έμεινε για έναν αιώνα έρημη και ακατοίκητη, μέχρι που στα 1450 οι Τούρκοι ξανάχτισαν την πόλη στους πρόποδες του λόφου.
Στις αρχές του 20ού αιώνα (1914) ο πληθυσμός της πόλης φτάνει τους 19.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 10.000 είναι Τούρκοι, οι 8.000 Έλληνες, οι 300 Αρμένιοι και οι 700 Εβραίοι. Η Πέργαμος περνά οριστικά στους Τούρκους στις 22/8/1922 και όσοι από τους Έλληνες κατοίκους της καταφέρνουν να σωθούν, καταφεύγουν οριστικά στην Ελλάδα.
Ν. ΦΩΚΑΙΑ

Σύμφωνα με τον Παυσανία η Φώκαια ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα π.Χ από αποίκους από την Φωκίδα, σε έδαφος που τους παραχώρησαν οι κάτοικοι της αιολικής Κύμης που είχαν αποικίσει εκεί πολύ νωρίτερα. Κατόπιν η νέα πατρίδα των Φωκαέων με προστάτιδα την θεά Αθηνά αποτελούσε το βορειότερο μέρος της αιολικής δωδεκάπολης.
Τολμηροί θαλασσοπόροι και ικανοί έμποροι, οι κάτοικοι της επιχείρησαν μακρινά θαλασσινά ταξίδια και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Φωκαείς υπήρξαν οι πρώτοι Έλληνες που εξερεύνησαν συστηματικά τις ακτές της Αδριατικής, της Τυρρηνικής και της Ιβηρικής χερσονήσου πραγματοποιώντας πολύ μακρινά ταξίδια με τα καράβια τους τις Πεντικόντορες έναν εξελιγμένο τύπο αρχαίου πλοίου.
Και απέκτησαν μεγάλο πλούτο ανταγωνιζόμενοι τους Φοίνικες στη δυτική Μεσόγειο, με αποτέλεσμα η πόλη τους να ακμάσει κατά την αρχαϊκή εποχή, και να είναι μια από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που έκοψε νομίσματα.
Από τον 7ο π.Χ αι. ξεκίνησαν να ιδρύουν αποικίες από τις οποίες η πιο γνωστή η Μασσαλία, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές ήταν, η Αλολία στην Κορσική, το Εμπόριον στην Ιβηρική χερσόνησο, η Ελαία στην κάτω Ιταλία-Καμπανία, και η Λάμψακος στον Ελλήσποντο.
Με την εισβολή το 540 π.Χ. των Περσών, η πόλη σχεδόν ερημώνει εφόσον οι κάτοικοι την εγκατέλειψαν για να αποφύγουν την υποδούλωση.
Τότε ζήτησαν από τους Χίους να τους παραχωρήσουν τις Οινούσσες για εγκατάσταση, οι Χίοι αρνήθηκαν κι αυτοί πήγαν στην αποικία τους Αλολία.
Η Φώκαια θα γνωρίσει από τους εναπομείναντες κατοίκους μία μικρή ανάπτυξη την ελληνιστική περίοδο και θα περάσει οριστικά στην παρακμή μετά την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους το 188 π.Χ..
Κατακτήθηκε κι από τον Μέγα Αλέξανδρο, οι κατακτητές της πολλοί, οι αιώνες περνούσαν αλλά… ω του θαύματος οι Φωκαείς, οι Έλληνες κάτοικοι της, κατόρθωναν να επιβιώνουν και να παραμένουν εκεί.
Η Φώκαια από τους αρχαίους χρόνους είχε χωριστεί σε δύο πόλεις, την Παλαιά και την Νέα στον απέναντι όρμο. Ερχόμενοι στο 1914 από τα ενυπάρχοντα στοιχεία γνωρίζουμε ότι Παλαιά και Νέα Φώκαια ήταν πόλεις με Ελληνικό πληθυσμό κατά το πλείστον, η Π. Φώκαια με 12.000 κατοίκους, 9.000 Έλληνες και 3.000 Τούρκους και η Ν. Φώκαια με 7.500 κατοίκους, 6.000 Έλληνες και 1.500 Τούρκους.
Ο κόσμος μιλούσε μόνο Ελληνικά, ακόμα κι οι Τούρκοι. Είχε σχολεία, εκκλησίες και πολλά ξωκλήσια. Μητροπολιτικός ναός ήταν η Αγία Ειρήνη. Άλλη μεγάλη εκκλησία ήταν η Αγία Τριάδα, ο Άγιος Νικόλαος κι ο Άγιος Κωνσταντίνος βορεινά.
Την εκκλησία της Αγίας Τριάδας την έχτισαν οι εργάτες των αλυκών. Εκεί κάνανε μεγάλο πανηγύρι 7 ημερών. Παίζαν ντόπιοι οργανοπαίχτες βιολιά, ούτια, σαντούρια, οργανάκι (λατέρνα), τύμπανα. Ναυτιλία, αγροτικά οι ασχολίες των Ελλήνων της Φώκαιας, παλαιάς και νέας, στις αρχές του 20ου αιώνα καθώς και οι αλυκές, κύρια πηγή εσόδων με μεγάλες εξαγωγές. Ήταν μια ζωή νοικοκυρεμένη που τη ρήμαξαν οι Τούρκοι τον Ιούνιο του 1914, τότε που οι Νεότουρκοι πίστεψαν ότι είχε φτάσει η… μεγάλη τους μέρα.
Το στρατιωτικό πνεύμα της Γερμανίας που δεν έχει κανένα δισταγμό, βρίσκει στο πρόσωπο των νεότουρκων τον αδίστακτο εκτελεστή των πιο βάρβαρων μέτρων. Στρατολόγηση του Χριστιανικού πληθυσμού, ένταξη στα περιβόητα τάγματα εργασίας (σημ. θανάτου), εκτόπιση των παραλιακών πληθυσμών προς την ενδοχώρα, είναι τα μέτρα των Τούρκων που προσυπόγραψε ο Γερμανός στρατάρχης Liman von Sanders. Η γεωγραφική θέση της, τα πετρέλαια της Μοσούλης, η ναυσιπλοΐα ήταν οι στόχοι της. Οι προσπάθειες αυτές εύρισκαν αντιμέτωπη την Ελληνική παρουσία που αιώνες κρατούσε τα ηνία όλων των οικονομικών τομέων και κυρίως της ναυσιπλοΐας.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η εκστρατεία του ελληνικού στρατού το 1919 και η καταστροφή του 1922 ήταν οι αιτίες που οδήγησαν στη λήθη τον αφανισμό του ελληνικού στοιχείου το από την εποχή των αρχαίων Ιωνικών αποικιών.
ΣΜΥΡΝΗ

Ιδρύθηκε από τους Αιολείς το 1.100 π.Χ. και τον 8ο αι. π.Χ. καταλήφθηκε από τους Ίωνες (συγκεκριμένα τους Κολοφώνιους). Επί ηγεμονίας των Αχαιμενιδών της Περσίας οι Σμυρνιοί διασκορπίστηκαν στα τριγύρω χωριά και όταν έφτασε στην περιοχή ο Μέγας Αλέξανδρος τους συνένωσε και κατασκεύασε την καινούργια πόλη στους πρόποδες του όρους Πάγου, εκεί που βρίσκεται και η σημερινή πόλη της Σμύρνης. Σταδιακά, η πόλη άρχισε να ακμάζει με αμείωτο ρυθμό ακόμη και στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Οι Ρωμαίοι την τίμησαν τρεις φορές με τον εγκωμιαστικό τίτλο της ”νεωκόρου” λόγω της εκπληκτικής της ευημερίας. Στη βυζαντινή εποχή διένυσε περιόδους ακμής και παρακμής, πάντα επηρεαζόμενη από τις εσωτερικές αναταράξεις που κλόνιζαν συθέμελα την Αυτοκρατορία.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την καταστροφή της, η Σμύρνη αποτελεί το μεγαλύτερο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Διαμόρφωσε καταλυτικά τον ναυτιλιακό κόσμο και τις συναλλαγές του στη Μεσόγειο, ευνόησε στους κόλπους της την ανάπτυξη μια ετερόκλητης, πολυεθνικής τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, υπήρξε κέντρο συσσώρευσης των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της ενδοχώρας και μέσω του λιμανιού της εξαγωγικό κέντρο στις διεθνείς αγορές.
Το 1922, η Σμύρνη , το “λίκνο του ελληνικού πολιτισμού” παραδίδεται στις φλόγες των Τούρκων κατακτητών, χάνει οικισμούς και ανθρώπινες ζωές από μία ανείπωτη θηριωδία. Τόσα χρόνια μετά, οι ιστορικές αναλύσεις μετρούν ακόμα τον απολογισμό και βυθισμένες στη φρικαλεότητα των γεγονότων, ξεχνούν να θυμίσουν πως η Σμύρνη κάποτε ζούσε και ανέπνεε διαφορετικά από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη σήμερα. Η Σμύρνη ήταν το κέντρο όλων, σήμερα είναι η εστία όλων των χαμένων αξιών.
Το ελληνικό στοιχείο ήταν το κυρίαρχο στη Σμύρνη και κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν τα μαύρα σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται στον ορίζοντα (Διώξεις των Ποντίων και των Αρμενίων από τους Τούρκους καθώς και εκτοπισμός άλλων Ελλήνων στα βάθη της Ανατολίας στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «Αμελέ Ταμπουρού». Έτσι κυλούσε η ζωή τους, όταν ήρθε η ολοκληρωτική καταστροφή του 1922. Με τη μεγάλη αυτή συμφορά ξεριζώθηκε όλος ο ελληνικός πληθυσμός των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας
Στη Σμύρνη λειτουργούσαν και πλήθος εκπαιδευτηρίων με εξέχουσα την περίφημη Ευαγγελική Σχολή που το 1872 αριθμούσε 1.500 μαθητές και το Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής, αργότερα Κεντρικό Παρθεναγωγείο, όπου μπορούν να σπουδάζουν οι γυναίκες. Την ίδια εποχή οργανώθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο , το οποίο περιλάμβανε πάνω από 3.000 αντικείμενα ( αγγεία, επιγραφές , αγάλματα κ.λπ. ) και αξιόλογη συλλογή νομισμάτων. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Ομήρειου Παρθεναγωγείου Σμύρνης (1881-1922). Ιδρύθηκε το 1881, ως ανώτατο παρθεναγωγείο με διδασκαλείο, από τη «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία Σμύρνης». Αρχικά ονομαζόταν «Ελληνικόν Παρθεναγωγείον Σμύρνης». Το 1886 απέκτησε την επωνυμία «Ομήρειον» προς τιμήν του Ομήρου, του οποίου μία από τις πιθανές πατρίδες ήταν η αρχαία Σμύρνη. Ήταν πλήρες 11τάξιο με δυο τάξεις νηπιαγωγείου, πέντε ελληνικού σχολείου και τέσσερις γυμνασίου. Θεωρείτο ισότιμο με το Αρσάκειο και ήταν αριστοκρατικό σχολείο. Σε αυτό φοιτούσαν 300 περίπου μαθήτριες, οι αποκαλούμενες “Ομηρειάδες”. Οι απόφοιτες έπαιρναν πτυχίο δασκάλας και γίνονταν δεκτές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χωρίς εξετάσεις. Στο «Ομήρειον» διδάσκονταν έξι γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και αρμένικα), θρησκευτικά, φιλοσοφικά, γραμματολογία (αρχαία και νέα), μαθηματικά, ιστορία, γεωγραφία, φυσική, χημεία, φυσική ιστορία, κοσμογραφία,
μουσική, φωνητική, χορός, ιχνογραφία, εργόχειρα και γυμναστική. Στα τέλη του 19ου αιώνα στην Σμύρνη υπήρχαν 13 ορθόδοξες εκκλησίες με την μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής να είναι η παλαιότερη. Εκεί συγκεντρώθηκε ο σμυρναϊκός λαός για να πληροφορηθεί και να πανηγυρίσει χαρμόσυνα γεγονότα , όπως η κατάληψη της Σμύρνης από τον ελληνικό στρατό, αλλά και για να αναζητήσει καταφύγιο στις δύσκολες ημέρες του Αυγούστου του 1922. Ο ορθόδοξος πληθυσμός είχε αρχίσει να νιώθει τμήμα της Ελλάδας πολύ πριν ο ελληνικός στρατός αποβιβαστεί στην ιωνική πρωτεύουσα. Οι Έλληνες είχαν στα χέρια τους σημαντικό τμήμα του εισαγωγικού και του εξαγωγικού εμπορίου της πόλης με δίκτυο με αντιπροσώπους και πράκτορες, οι οποίοι έστελναν αγροτικά προϊόντα για εξαγωγή και παράλληλα διακινούσαν τα δυτικά προϊόντα στη μικρασιατική ενδοχώρα. Αλλά και το λιανεμπόριο της πόλης και το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού της πόλης ήταν Έλληνες.
Το έτος 1838 αποτελεί ορόσημο για την οθωμανική οικονομία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπογράφει εμπορική συνθήκη με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, προβαίνοντας στην επίσημη θέσπιση του ελεύθερου εμπορίου. Στην περίπτωση της Σμύρνης, οι οικονομικές δραστηριότητες ενισχύονται και από το καθεστώς πολυμορφίας που διακρίνει την σμυρναίικη κοινωνία. Οι διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που απαρτίζουν το πληθυσμιακό σκηνικό της πόλης, λειτουργούν μεταξύ τους ανταγωνιστικά. Εν ολίγοις, η ετερότητα ενεργεί ως κίνητρο οικονομικής ανάπτυξης. Η Σμύρνη μέχρι και το 1922, εκτός από κυρίαρχο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου, διέθετε χρηματιστήριο, 11 τραπεζικούς ομίλους και 61 ασφαλιστικές εταιρείες.
Στις μέρες μας, η Σμύρνη είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Έχει πληθυσμό 3,5 εκατομμύρια κατοίκους. Δεν έχει Έλληνες αλλά εγκαθίστανται μόνιμα αρκετοί Ευρωπαίοι συνταξιούχοι, διότι το ύψος της σύνταξής τους σε συνδυασμό με την κατακόρυφη υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του ευρώ, τους επιτρέπει να απολαύσουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από ότι στις χώρες τους.
ΕΦΕΣΟΣ

Η Έφεσος, που βρίσκεται στα παράλια του Αιγαίου βορειοανατολικά της Σάμου, ήταν από τις σημαντικότερες ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Απέχει 19 χιλιόμετρα από το Κουσάντασι. Σύμφωνα με τον μύθο, ιδρύθηκε από τον γιο του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου το β’ μισό του 11ου αιώνα και τον 8ο αιώνα π.Χ. γίνεται εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Αποτελούσε χώρος λατρείας της Κυβέλης, της θεάς της γονιμότητας. Στους ιωνικούς χρόνους η Κυβέλη ονομάστηκε Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού και της σελήνης. Ήταν εκείνη που με τις Αμαζόνες της, σύμφωνα με την παράδοση κατά τα προϊστορικά χρόνια, αποίκισαν πρώτες την περιοχή, αφού έφτασαν πάνω στα άλογά τους από την περιοχή του Καυκάσου. Εδώ χτίστηκε το Αρτεμίσιο, το 440 π.Χ. που θεωρούνταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, αλλά καταστράφηκε το 356 π.Χ., ένας ναός ιωνικού ρυθμού που αργότερα ξαναχτίστηκε, αλλά μόνο ερείπια και μια αναστηλωμένη στήλη μπορούμε να δούμε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Έφεσος είναι μια από τις καλύτερα σωζόμενες αρχαίες πόλεις στον κόσμο. Έχοντας ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO μόλις το 2015, η αρχαία Έφεσος συνέδεσε το όνομα της με τεχνολογικά θαύματα, γνώση και αρχιτεκτονικά μεγαλεία που αιώνες μετά την ερήμωση της πόλης εξακολουθούν να προκαλούν θαυμασμό και δέος. Χτισμένη στο σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Ευρώπης και Ασίας, η αρχαία Έφεσος έγινε πολύ γρήγορα το εμπορικό κέντρο μεταξύ διαφορετικών αρχαίων κόσμων. Αιγύπτιοι, Πέρσες, Μήδες, Λήδοι και Έλληνες προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στην πόλη που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της αρχαιότητας, όπως την ξέρουμε εμείς σήμερα.
Η ιστορία της πόλης ανάγεται στην προϊστορία με τους αρχαιολόγους να έχουν ανακαλύψει έξι στρώματα κατοίκησης, την ίδια στιγμή που στον ελλαδικό χώρο το αντίστοιχο νούμερο μόλις αγγίζει τα δύο. Φαίνεται πως η Έφεσος έγινε τόσο γνωστή στον μεσογειακό κόσμο που ακόμα και οι Αιγύπτιοι Φαραώ έστελναν αντιπροσωπείες και δώρα στους Εφεσίους ζητώντας την εύνοια τους, ενώ οι Πέρσες πολιορκούσαν συχνά την πόλη μέχρι που στο τέλος κατάφεραν κάποια στιγμή να την κάνουν και δική τους. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μία από τις πρώτες πιο ξακουστές multicult κοινωνίες του κόσμου.
Μετά το διωγμό και την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, οι Έλληνες που κατοικούσαν στον Κιρκιντζέ (ορεινή Έφεσος), ένα χωριό 70 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη και μόλις 10 χιλιόμετρα από την αρχαία Έφεσο, βρέθηκαν σκορπισμένοι ανά την Ελλάδα στην Καβάλα, την Κατερίνη, τη Γαστούνη, το Αγρίνιο, κ.λπ. Ο μεγαλύτερος όγκος τους εγκαταστάθηκε στη Νίκαια της Αττικής.
ΠΡΙΗΝΗ

Η Πριήνη της Μικρασιατικής Ιωνίας, η εκτενέστερα ανεσκαμμένη ελληνιστική πόλη της Μικράς Ασίας και ένα εξαιρετικό δείγμα της ελληνιστικής αρχιτεκτονικής χτίστηκε το 370 π.Χ. Ωστόσο, οι αναφορές στις πηγές έως το 330 π.Χ. είναι ελάχιστες και η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για την αρχαιότερη πόλη σχεδόν αδύνατη. Γνωρίζουμε ότι ανήκε στην Ιωνική Δωδεκάπολη και πήρε μέρος στην Ιωνική Επανάσταση, ενώ από εκεί καταγόταν ένας από τους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας, ο Βίας ο Πριηνεύς.
Στα χρόνια του Βυζαντίου η Πριήνη γνώρισε νέες ημέρες προόδου και πλούτου. Ως πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η Πριήνη υπαγόταν αρχικά στο Θέμα των Θρακησίων, αργότερα στο Θέμα της Σάμου, ενώ εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Εφέσου. Ο επίσκοπος της Πριήνης έφερε τον τίτλο “Επίσκοπος Πριηνέων πόλεως των Ασιανών επαρχίας”, ή “Επίσκοπος Πριήνης”. Στα ώριμα βυζαντινά χρόνια η πόλη παρήκμασε και έπαψε να κατοικείται, χωρίς όμως ποτέ να υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή ή να ανοικοδομηθεί εκ βάθρων. Κατά τον 13ο αιώνα η Πριήνη υποτάχθηκε στους Σελτζούκους και στη συνέχεια στους Τούρκους, οι οποίοι την ονόμασαν “Σαμσούν Καλεσί”, προσδιορίζοντας περισσότερο την οχύρωση της ακρόπολης. Από τον αιώνα εκείνο η πόλη άρχισε σιγά – σιγά να καταστρέφεται μέχρι που εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά.
Έτσι λοιπόν η Πριήνη αποτελεί ένα ασυνήθιστα πλήρες ιστορικό στιγμιότυπο, αφού η βασική πολεοδομική διάταξη, τα δημόσια κτήρια και τα τείχη της πόλης ανήκουν όλα στη μία και μοναδική φάση ακμής, το 2ο αιώνα π.Χ. Η ρυμοτομία της πόλης έγινε με βάση το Ιπποδάμειο σύστημα, το οποίο ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ανταποκρίνεται στην ιδανική πόλη.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν Γερμανοί ανασκαφείς έφεραν στο φώς τα πρώτα ευρήματα της Πριήνης, μιας πόλης που άκμασε στην Ιωνία της Μικράς Ασίας από τους όψιμους κλασικούς χρόνους ώς το τέλος της ελληνιστικής περιόδου.
Πολύ νωρίτερα, είχαν ανακαλύψει το σημαντικότερο μνημείο της πόλης, το ναό της Αθηνάς Πολιάδος. Από τα σχέδια που εκπόνησαν έγινε ευρύτερα γνωστό ένα από τα λαμπρότερα οικοδομήματα στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, έργο που μελετήθηκε σε όλο τον αρχαίο κόσμο και αποτέλεσε πρότυπο ιωνικού ρυθμού.
ΜΙΛΗΤΟΣ

Η Μίλητος ήταν αρχαία Ελληνική πόλη της Ιωνίας και αποτέλεσε μία από τις δώδεκα Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Τα ερείπια της βρίσκονται κοντά στο σύγχρονο χωριό Balat στην επαρχία Αϊδινίου στην , Τουρκία. Θεωρείται η σημαντικότερη πόλη της Ιωνίας κατά την Αρχαϊκή περίοδο και όχι άδικα.
Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το οικονομικό της μέγεθος , η ναυτοσύνη της ,οι αποικίες που ίδρυσε από τον 7ο π.χ. αιώνα, το επίπεδο της παιδείας των κάτοικων της που ανέδειξε άριστους επιστήμονες και αργότερα το πρωτοποριακό σχέδιο πόλεως της Μιλήτου που σχεδιάστηκε από τον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο που έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ., στην ακμή δηλαδή της κλασσικής εποχής. Εκπόνησε σχέδια Ο Ιππόδαμος, έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ., στην ακμή δηλαδή της κλασσικής εποχής. Εκπόνησε σχέδια ελληνικών αποικιών που έμοιαζαν με σχάρα που είχαν τάξη και κανονικότητα, σε αντίθεση με τον συγκεχυμένο τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονταν οι πόλεις μέχρι εκείνη την εποχή, ακόμα και η Αθήνα.
Η πόλη απετέλεσε στα αρχαία χρόνια λιμάνι, πριν προσχωθεί από τον Μαίανδρο.
Ήταν χτισμένη στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας (στην περιοχή που σήμερα αποτελεί την Επαρχία Αϊδινίου της Τουρκίας), κοντά στις εκβολές του Μαιάνδρου ποταμού 30 χλμ Ν.Δ από την Σώκια.
Η προέλευση και η αρχαιότερη ιστορία της Μιλήτου εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο αντιπαράθεσης. Οι ανασκαφές που έγιναν μέχρι τώρα έχουν φθάσει μέχρι την Εποχή του Χαλκού.
Επί Οθωμανών ( 1525 μ.Χ. ) η παραφθορά του Παλατιού έδωσε το όνομα BALAT .όνομα που είναι κατοχυρωμένο σε Οθωμανικά κατάστιχα από το 1525 μ.Χ.
Το 1900 μ.Χ το Τουρκικό όνομα ήταν Balat εξ’ ου και το σημερινό όνομα του μικρού χωρίου Μπαλάτ
Ο Όμηρος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου , η Μίλητος ήταν σύμμαχος της Τροίας και ήταν πόλη με Κάρες υπό τον Νέστορα και τον Αμφίμαχο .
Η Μίλητος υπήρξε σπουδαίο κέντρο φιλοσοφίας και επιστημών, όπου γεννήθηκαν και έζησαν πνεύματα όπως ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Γύρω στο 600 π.Χ ο Θαλής ίδρυσε στην Μίλητο την Σχολή της Ιωνίας. Σε επομένη δημοσίευση μας θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε για πολλά αξιόλογα πρόσωπά της Μιλήτου
Οι κάτοικοι της Μιλήτου πίστευαν στους 12 θεούς. Έχουν βρεθεί ναοί αφιερωμένοι στην Θεά Αθηνά, και το ιερό στα Δίδυμα ( σημαντικό ιερό και μαντείο Δίδυμα αφιερωμένο στον Απόλλωνα και την Άρτεμη), που βρισκόταν δεκαεπτά χιλιόμετρα νότια της πόλης. Το μαντείο διοικείτο μέχρι την Περσική κατάκτηση από μία τοπική οικογένεια, την οικογένεια των Βραγχιδών, αλλά πίστη υπήρχε και για Αιγυπτίους θεούς, έχει βρεθεί ο ναός του Σέραπη αλλά και σε τοπικούς θεούς όπως τον Θεό Μαίανδρο (θεοποίηση του ποταμού ).
Το 502 π.χ. ξεσπά η Ιωνική Επανάσταση, που ωστόσο καταπνίγεται, με ολέθριες επιπτώσεις για την πόλη. Η επανάσταση ξέσπασε λόγω της δυσαρέσκειας των Ελλήνων της Ιωνίας με τους τυράννους που διόριζαν οι Πέρσες. Η ήττα των Μιλησίων στη ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ) οδήγησε στη συντριβή της επανάστασης.
Παρά τη νίκη τους, οι Πέρσες συνέχισαν να καταπνίγουν την επανάσταση και το επόμενο έτος, ενώ αργότερα εισέβαλλαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Οι Πέρσες αποφάσισαν να τιμωρήσουν την πρωταίτιο πόλη.
Η καταστροφή της Μιλήτου υπήρξε ολοκληρωτική: οι περισσότεροι άρρενες κάτοικοι φονεύθηκαν, τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν, ενώ ένα τμήμα του πληθυσμού μεταφέρθηκε στην Άμπη της Ερυθράς θάλασσας. Η γη της πόλης κατελήφθη από Πέρσες, ενώ τα παρακείμενα υψίπεδα αποδόθηκαν στους Κάρες των Πιδάσων.
Και όμως η Μίλητος επανήλθε έστω και με μειωμένη δύναμη και επιρροή
Παρά το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Μίλητος εκμηδενίσθηκε από την εκδικητική μανία των Περσών το 494 π.Χ,, η πόλη συνέχισε τη ζωή της, με πολύ μειωμένο πληθυσμό βέβαια
Το 479 π.Χ. η Μίλητος απελευθερώνεται από τους Πέρσες όταν οι Έλληνες κατανίκησαν τους Πέρσες στη μάχη των Πλαταιών και έτσι η πόλη αρχίζει να ανθίζει και πάλι, τόσο οικονομικά, όσο και πολιτιστικά. Μετά την απελευθέρωση από τους Πέρσες η πόλη εντάσσεται στη Συμμαχία της Δήλου. Η πόλη ξανακτίζεται ακολουθώντας το Ιπποδάμειο σύστημα, που πήρε το όνομά του από τον Ιππόδαμο, ο οποίος ήταν από τη Μίλητο και θεωρείται ο θεμελιωτής της πολεοδομίας της κλασικής πόλης.
Η Μίλητος αποστάτησε από την Αθηναϊκή Συμμαχία το 412 π.Χ., χάρη στην παρέμβαση του Αλκιβιάδη. Οι Μιλήσιοι απαγόρευσαν στους Αθηναίους να εισέλθουν στο λιμάνι και τους ανάγκασαν να πλεύσουν στη Λάδη.
Μετά το 404 π.Χ., η Μίλητος επανήλθε υπό την περσική κυριαρχία.
Το 334 π.Χ., η Μίλητος αποτελεί ένα από τα ισχυρά οχυρά σημεία της περσικής άμυνας ενάντια στο Μέγα Αλέξανδρο. Ο Μακεδόνας βασιλιάς αναγκάζεται να πολιορκήσει την πόλη από ξηρά και από θάλασσα. Πριν από το ξεκίνημα των επιχειρήσεων, ο ολιγαρχικός ηγέτης Γλαύκιππος πρότεινε να παραμείνει η Μίλητος ουδέτερη, ανοικτή πόλη τόσο για τους Πέρσες όσο και για τους Μακεδόνες, αλλά ο Αλέξανδρος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Τελικά η πόλη κατελήφθη
Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η Μίλητος πέρασε υπό τον έλεγχο του σατράπη της Καρίας Ασάνδρου, ο οποίος είχε αυτονομηθεί.
Η ιστορία της πόλης κατά τη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή .Σαν πόλη βρίσκεται πίσω από την Πέργαμο, την Σμύρνη ,την Έφεσο και τις Σάρδεις την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Τιβέριος (26 μ.Χ. )
Η Καινή Διαθήκη μνημονεύει τη Μίλητο ως την πόλη όπου ο απόστολος Παύλος συνάντησε τους Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας της Εφέσου πριν την σύλληψη και μεταγωγή του στη Ρώμη για δίκη,
Κατά τη Βυζαντινή εποχή η Μίλητος έγινε τόπος κατοικίας αρχιεπισκόπων και χτίστηκε ένα μικρό κάστρο επάνω στο λόφο. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη τον 14ο αιώνα και τη χρησιμοποίησαν ως εμπορική βάση.
Με τις προσχώσεις του ποταμού Μαιάνδρου και την απώλεια του λιμανιού, η πόλη παράκμασε και εγκαταλείφθηκε, ενώ σήμερα τα ερείπια της απέχουν 10 χιλιόμετρα από τη θάλασσα.
ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΟΣ

Η αρχαία πόλη της Αλικαρνασσού αποτελεί τμήμα της ιστορικής παράκτιας περιοχής της Καρίας και τοποθετείται στην σημερινή νοτιοδυτική πλευρά της Τουρκίας. Η Αλικαρνασσός αποικίστηκε από δωρικά φύλα κατά την διάρκεια του πρώτου ελληνικού αποικισμού ( 11ος -9ος αιώνα π.Χ.). Αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή, έφεραν στο φως ευρήματα που επιβεβαιώνουν τις δωρικές ρίζες της πόλης. Ειδικότερα, το όνομα της περιοχής εικάζεται ότι ήταν προηγουμένως ΄΄ Άλος Κάρνος΄΄ από τους Χετταίους και στην συνέχεια οι Δωριείς επέλεξαν να διατηρήσουν το όνομα αυτό, μετατρέποντας τις δύο λέξεις σε μία. Αυτό που αποδεικνύει τον δωρικό εποικισμό είναι το διπλό <<σ>>, χαρακτηριστικό της δωρικής διαλέκτου.
Η πόλη, εντάσσεται στο σύμπλεγμα των έξι περιοχών που συναπαρτίζουν την Δωρική Εξάπολη. Επρόκειτο για μία μορφή κοινοπολιτείας, την οποία συνέθεταν οι πόλεις της Αλικαρνασσού, της Κνίδου, της Λίνδου, της Καμείρου, της Ιαλυσού και της Κω. Ο »πατέρας της Ιστορίας» , ο Ηρόδοτος, ο οποίος κατάγεται από την Αλικαρνασσό, αναφέρει ότι η ιδιαίτερη πατρίδα του έπαψε κάποτε να αποτελεί μέρος της Δωρικής Εξάπολης. Αιτία ήταν η ιδιοτελής απόφαση του αθλητή της, Αγασικλή, να κλέψει τον τρίποδα που κέρδισε στους αγώνες, αντί να τον αφιερώσει στον ναό του Απόλλωνα στην Κνίδο, όπως είθισται. Η πράξη του αυτή κρίθηκε ασεβής προς τον θεό του φωτός και προκάλεσε τον εξοστρακισμό της πόλης ως τιμωρία.
Κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων, οι ηγέτες της Αλικαρνασσού, ξεχνώντας τις ελληνικές καταβολές της πόλης την κατέστησαν σύμμαχο των Περσών και έτσι η πόλη βρέθηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. να αποτελεί περσική επαρχία, υπό τις εντολές τοπικής αυτοδιοίκησης. Πάντως, η Αλικαρνασσός εξελίχθηκε, έτσι, σε πρωτεύουσα της επαρχία της Καρίας από τον Μαύσωλο. Το ομώνυμο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, χτίστηκε προς τιμήν του από την αδελφή και σύζυγο του Αρτεμίσια Β΄ της Καρίας και εντάσσεται στα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
Στην ελληνιστική περίοδο και συγκεκριμένα το 334 π.Χ., τα ηνία της πόλης ανέλαβε μετά από πολιορκία ο Μέγας Αλέξανδρος, ενώ όταν η αχανής αυτοκρατορία του τελευταίου διασπάστηκε σε βασίλεια, η Αλικαρνασσός εντάχθηκε στην σφαίρα επιρροής των Πτολεμαίων.
Μετά την κατάρρευση των ελληνιστικών βασιλείων, η Αλικαρνασσός, λόγω γεωγραφικής θέσης, βρέθηκε στον έλεγχο της Ρόδου. Ωστόσο, στα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, μειώθηκε σημαντικά η δύναμή της και η σημασία της. Τον 11ο αιώνα μ.Χ., η επαρχία της Αλικαρνασσού καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους, ενώ στην δύση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το 1404, πέρασαν στα χέρια των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου. Το τάγμα των Ιπποτών κατέλαβε και οχύρωσε την πόλη, ενώ μάλιστα βεβήλωσε και κατέστρεψε ολοκληρωτικά το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού.
Η παρουσία των Ιωαννιτών στην Αλικαρνασσό διήρκεσε μέχρι το 1522 όπου ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής τους ανάγκασε να αποχωρήσουν.
Το Τάγμα των Ιπποτών, πριν εγκαταλείψει το κάστρο της πόλης, του έδωσε το όνομα Άγιος Πέτρος και από εκεί προκύπτει και η σύγχρονη ονομασία της πόλης, << Μπόντρουμ>>. Επρόκειτο για παραφθορά της λέξης Πετρόνιουμ ( αναφέρεται στο κάστρο) και επίσης είναι και η τούρκικη ονομασία της λέξης υπόγειο.
Η άλλοτε, πόλη της Αλικαρνασσού, έχει σήμερα διατηρήσει το τουρκικής προέλευσης όνομα Μπόντρουμ, με το οποίο είναι ευρέως γνωστή. Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης ήταν ψαράδες και αλιείς σπόγγων. Αν και η έκταση της είναι σχετικά μικρή, η πόλη του Μπόντρουμ αποτελούσε αστικό κέντρο, τουλάχιστον έως το 1935, εξαιτίας της δυναμικής παρουσίας μιας κοινότητας δίγλωσσων τουρκοκρητικών. Επιπλέον, οι συνθήκες ελεύθερου εμπορίου και πρόσβασης στα νησιά των νότιων Δωδεκανήσων συνηγορούσαν στην ανάδειξη της πόλης σε αστικό, και όχι μόνο κέντρο. Η ελληνική Αλικαρνασσός, το σημερινό τουρκικό Μπόντρουμ, συγκαταλέγεται στα πιο δημοφιλή τουριστικά θέρετρα της περιοχής του. Και οι λόγοι που συντρέχουν δεν ανάγονται μόνο στο γεγονός ότι φιλοξενεί, τα ερείπια έστω, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Συνδυάζει κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, ιστορικές ομορφιές και υπέροχες θάλασσες. Αναφορικά με το τελευταίο, ο Όμηρος την είχε χαρακτηρίσει <<χώρα του αιώνιου γαλάζιου>>
Ο ξεριζωμός των κατοίκων της Αλικαρνασσού, μίας από τις τελευταίες τουρκικές επαρχίες που διατηρούσαν την ελληνικότητά τους, συντελέστηκε σταδιακά από το 1908 και μετά και η έκβαση του δεν άφησε, δυστυχώς, ελπίδες επαναπατρισμού.
Όσοι κάτοικοι της Αλικαρνασσού δεν εξοντώθηκαν από τους διωγμούς, πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς μετά την κατάρρευση του μετώπου και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Οι περισσότεροι πρόσφυγες από την Αλικαρνασσό κατέφυγαν στην Κρήτη, στην Σητεία αρχικά, και έπειτα στο Ηράκλειο. Εκεί, οπού διαμένουν έως και σήμερα απόγονοι των καταδιωγμένων, ίδρυσαν τον οικισμό Νέα Αλικαρνασσός, σε ανάμνηση της χαμένης τους πατρίδας…
- Πλατεία Κοιμήσεως Θεοτόκου
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ

Η Τραπεζούντα είναι πόλη της Μικράς Ασίας (Πόντος) στις ακτές του Ευξείνου Πόντου, στη σημερινή Τουρκία.
Παλιά ελληνική αποικία κατά την Αρχαιότητα, πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών, μεγάλο αστικό και πολιτιστικό κέντρο των Ελλήνων Ποντίων μέχρι το 1922 και την Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Τραπεζούντα ιδρύθηκε το 756 π.χ. για πρώτη φορά από Ίωνες αποίκους. Bρίσκεται στον ιστορικό δρόμο του μεταξιού και έγινε ένα χωνευτήρι θρησκειών, γλωσσών και πολιτισμών για αιώνες καθώς και εμπορική πύλη προς την Περσία στα νοτιοανατολικά και τον Καύκασο στα βορειοανατολικά
Είναι η ωραιότερη πόλη του Πόντου, η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, το τελευταίο καταφύγιο του Ελληνισμού.
Αναδείχθηκε σε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο λόγω κυρίως της γεωγραφικής της θέσης, με σημαντική αρχιτεκτονική και λαμπρό πολιτισμό. Κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, η Τραπεζούντα, λόγω της σημασίας του λιμανιού της, έγινε και πάλι επίκεντρο του εμπορίου προς την Περσία και τον Καύκασο.
Ενδεικτικό της άνθησης της ελληνικής κοινότητας είναι το γεγονός ότι από τις 4 τράπεζες της πόλης οι 3 ήταν σε ρωμαίικα χέρια (ιδιοκτησίας Θεοφυλάκτου, Καπαγιαννίδη και Φωστηρόπουλου).
Έζησε δόξες, καταστροφές, τιμές και θυσίες, αλλά έμεινε και στάθηκε Ελληνική επί 2678 χρόνια μέχρι το 1922 όταν και αναγκάστηκε ο Ελληνισμός της να καταφύγει στην Ελλάδα.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός της πόλης της Τραπεζούντας ήταν σχεδόν μοιρασμένος.
Στην πόλη λειτουργούσε Μητρόπολη, δεκάδες εκκλησίες και σχολεία με σημαντικότερο το φημισμένο «Φροντιστήριο», η Σχολή από την οποία έβγαιναν οι δάσκαλοι του Πόντου.
ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ

Η Αργυρούπολη υπήρξε το κέντρο της Χαλδίας, ονομαστή περιοχή του μεσόγειου Πόντου, που αντιστοιχεί στη σημερινή διοικητική περιοχή της Gümüşhane της σημερινής Β.Α. Τουρκίας. Ήταν εστία και πηγή του Ελληνισμού στην περιοχή του Πόντου. Είναι περιοχή ορεινή και δυσπρόσιτη με αρχαία ιστορία. Η Αργυρούπολη του Πόντου πήρε το όνομά της από τα μεταλλεία αργύρου που υπήρχαν στην περιοχή. Έτσι έμεινε στην ιστορία, ως η πόλη του αργύρου, η πόλη του ασημιού. Η Αργυρούπολη, ιστορική πρωτεύουσα της Χαλδίας που επί αιώνες, αποτέλεσε πνευματικό και εμπορικό κέντρο του ποντιακού Ελληνισμού.
Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς Τούρκους η αφόρητη σκλαβιά έφερε την πτώση του εμπορίου και τη φτώχια στην περιοχή. Πολλοί Έλληνες των παραλίων κατέφυγαν προς τα ορεινά και τα δασώδη μέρη του εσωτερικού, ιδίως στη Χαλδία, στην περιοχή γύρω από τον Κάνη ποταμό. Σπουδαιότατο μεταλλευτικό κέντρο της περιοχής έγινε η Αργυρούπολη (Γκιουμούς Χανέ) που κατά την παράδοση συνοικίστηκε από κατοίκους του χωριού Τζάχα κατά τον 15ο αιώνα. Όταν οι Τούρκοι κατακτητές βρέθηκαν εμπρός στους υπόγειους θησαυρούς της περιοχής αυτής, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τους κατοίκους, γιατί μόνο αυτοί γνώριζαν την εξαγωγή και την κατεργασία των μετάλλων. Έτσι δεν πείραξαν εκείνους τους μεταλλωρύχους, που εργάζονταν κάτω από πρωτόγονες συνθήκες. Οι Τούρκοι έδωσαν ξεχωριστά προνόμια στην Αργυρούπολης και στα χωριά της Σάντας. Μάλιστα ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ (1574-1595) κήρυξε τα χωριά μπεϊλίκ, κρατικά, και τους ανθρώπους μπεϊλικτσήδες, δηλαδή ανθρώπους του σουλτάνου, απαλλάσσοντάς τους από αγγαρείες και από τη στρατολογία των γενιτσαρικών ταγμάτων. Τότε ιδρύθηκε στην Αργυρούπολη νομισματοκοπείο, όπου εργάζονται Έλληνες.
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, περίοδο παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πολλοί Έλληνες της Χαλδίας μετακινήθηκαν προς άλλα μέρη της Μικράς Ασίας και ιδίως προς τα παράλια. Η αύξηση του πληθυσμού και οι ταραχές των τοπικών μπέηδων αλλά και η μείωση των εισοδημάτων των μεταλλείων, ιδίως αυτών της Αργυρούπολης, υπήρξαν οι αιτίες της καθόδου των κατοίκων προς τις παραλιακές πόλεις. Οι Τούρκοι διοικητές και οι χριστιανοί ουσταμπασήδες (αρχιμεταλλευτές) δεν καταδίωκαν πια τους φυγάδες μεταλλωρύχους, επειδή λόγω του υπερπληθυσμού μπορούσαν εύκολα να τους αναπληρώσουν. Με ζωτικό κέντρο τη Χαλδία και προπάντων την Αργυρούπολη σκορπίστηκαν οι Έλληνες Πόντιοι προς διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας.
Η Αργυρούπολη σήμερα είναι μια «νεκρή πολιτεία», καθώς ερήμωσε μετά τις συνεχείς μεταναστεύσεις των κατοίκων της, με αποκορύφωμα την αποχώρηση και των τελευταίων με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922/3 όπως όριζε η Συνθήκη της Λωζάνης. Πάντως στο διάστημα 1700-1900, ζούσαν στην περιοχή περίπου 5.000 άνθρωποι και υπήρχαν πολλά εργαστήρια κοσμημάτων και εμπορικά καταστήματα. Στην πόλη διατηρούνται τα σπίτια και άλλα δημόσια οικοδομήματα που χρονολογούνται στον 17ο και 18ο αιώνα και είναι καταχωρημένος ως αρχαιολογικός χώρος από την τουρκική κυβέρνηση. Η άλλοτε πολυσύχναστη πόλη διαθέτει μονοκατοικίες, μια εκκλησία σε κάθε γειτονιά και μια κρήνη σε κάθε δρόμο.
Από την εποχή που εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι Έλληνες, η πόλη στέκεται σε ερείπια. Μάλιστα μετά την δεκαετία του 1950, καθώς η περιοχή μαράζωσε έφυγαν και οι Τούρκοι κάτοικοι από την περιοχή. Έτσι η περιοχή έπεσε για 50 χρόνια σε απόλυτη σιωπή και αφέθηκε στη μοίρα της. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, οι Έλληνες που μετανάστευσαν στην Ελλάδα ονόμαζαν την αγαπημένη τους πατρίδα που είχαν αφήσει πίσω τους «μυστικό ουρανό». Ο επισκέπτης της πόλης μπορεί σήμερα να παρακολουθήσει τα ίχνη του ποντιακού ελληνικού πολιτισμού.

Η Κερασούς, κατά τον Ξενοφώντα, ήταν αποικία της Σινώπης, όπως η Τραπεζούς και τα γειτονικά Κοτύωρα. Η πόλη ήκμασε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ επί Φαρνάκου Α΄ (185-169 π.Χ.) οχυρώθηκε και μετονομάστηκε σε Φαρνακ(ε)ία, ονομασία την οποία διατήρησε όσο διήρκεσε το Βασίλειο του Πόντου. Η Κερασούντα κατά την αρχαιότητα ήταν μια καθαρά ελληνική πόλη, στην οποία, όπως μαρτυρούν τα αρχαία νομίσματά της, λατρεύονταν ο Δίας, ο Ποσειδώνας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, ο Ηρακλής και ο Αρκαδικός Πάνας.
Το αρχαίο όνομα της πόλης ήταν Κερασούς, που κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το κέρας και σχετίζεται με το κερατοειδές βουνό που υψώνεται πίσω της. Εδώ, ο γνωστός από την ιστορία για τις γαστριμαργικές του συνήθειες Ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων δοκίμασε για πρώτη φορά ένα άγνωστο στους Ρωμαίους φρούτο. Οι καρποί του στάλθηκαν στη Ρώμη και αργότερα το φυτό μεταφέρθηκε για καλλιέργεια στην Ευρώπη, φέροντας έκτοτε το όνομα της ποντιακής πατρίδας του. Φυσικά πρόκειται για το κεράσι, που είναι ένα από τα πιο αγαπημένα φρούτα του τέλους της Άνοιξης και των αρχών του Καλοκαιριού. Σήμερα η πόλη είναι περισσότερο γνωστή για την παραγωγή λεφτοκαρυών (φουντουκιών), που άλλωστε βρίσκει κανείς σε διάφορες ποικιλίες σε ολόκληρη την περιοχή των ποντιακών παραλίων από την Οινόη ως την Τραπεζούντα.
Η Κερασούντα κατά την αρχαιοελληνική περίοδο ήταν δημοκρατική ανεξάρτητη πολιτεία, της οποίας το καθεστώς άλλαξε μετά την ίδρυση του Βασιλείου του Πόντου, οπότε και έλαβε την ονομασία Φαρνακεία, από το βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Α΄, ο οποίος την ενίσχυσε με δημόσια κτίρια και ισχυρά τείχη. Επί Ρωμαίων η πόλη απέκτησε ξανά την αυτονομία και την αρχική της ονομασία.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο αρχικά η Κερασούντα υπαγόταν στην επαρχία του Πολεμωνιακού Πόντου, ενώ αργότερα, με τη διαίρεση του βυζαντινού κράτους σε θέματα, αποτέλεσε μέρος του Θέματος Χαλδίας, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Τραπεζούντα.
Στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών η Κερασούντα αποτέλεσε την τρίτη σημαντική πόλη της Αυτοκρατορίας, μετά την Τραπεζούντα και τη Σινώπη. Το 1300 Τουρκομάνοι την πολιόρκησαν χωρίς τελικά να την καταλάβουν. Το 1348 την πόλη κυρίευσαν οι Γενουάτες, αφού προηγήθηκε μια μάχη κατά θάλασσα, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο ναύαρχος των Μεγάλων Κομνηνών, ο μέγας δούκας Ιωάννης Καβασίτας.
Εικάζεται πως η Κερασούντα καταλήφθηκε από τους Τούρκους επτά χρόνια μετά από την Τραπεζούντα, δηλαδή περίπου το 1468. Φαίνεται όμως ότι η παράδοση της πόλης στον κατακτητή έγινε υπό συγκεκριμένους όρους, ανάμεσα στους οποίους ήταν η παραμονή των Ελλήνων κατοίκων της στις οικίες τους, στο εσωτερικό της πόλης. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Κερασούντιοι κατοικούσαν εντός των περιτειχισμένων ορίων της πόλης, τη στιγμή που η Τραπεζούντα, αλλά και άλλες πόλεις, μόλις καταλήφθηκαν από τους Οθωμανούς εκκενώθηκαν και ο χριστιανικός πληθυσμός εγκαταστάθηκε «εκτός των τειχών», ενώ στο τειχισμένο τείχος της πόλης εγκαταστάθηκαν οι μουσουλμάνοι.
Το 1764 η Κερασούντα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Αφορμή στάθηκε η επίθεση του ντερεμπέη Χατζήμπεη, ο οποίος διεκδίκησε την πόλη από τον «κάτοχό» της, επίσης ντερεμπέη Τζιντάρογλου.
Κατά την απογραφή του 1913 οι κάτοικοι της Κερασούντας ανέρχονταν στις 30.000 ψυχές, εκ των οποίων οι 17.000 ήταν Έλληνες, οι 3.000 Αρμένιοι, οι 7.000 Τούρκοι και οι υπόλοιποι 3.000 διαφόρων εθνικοτήτων.
Τον Μάιο του 1915 οι τουρκικές Αρχές έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο του αποδεκατισμού του αρμενικού πληθυσμού, ενώ αμέσως μετά ακολούθησαν και τα δεινοπαθήματα του ελληνικού, με αποκορύφωμα το 1919, με τη σύλληψη 80 προκρίτων και εξεχόντων μελών της ελληνικής κοινότητας. Οι διώξεις, που είχαν κεντρικό σχεδιασμό, γίνονταν υπό την καθοδήγηση του Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος στη συνείδηση των Ελλήνων προσφύγων, και κυρίως όσων κατάγονται από τη συγκεκριμένη περιοχή, έχει καταγραφεί ως αιμοσταγής διώκτης των χριστιανών, με εγκληματική παρακρατική δράση στην περίοδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Κερασούντα ήταν η μοναδική πόλη του Πόντου που είχε συνεχώς επί αιώνες και μέχρι τον Ξεριζωμό ελληνικό αστικό πληθυσμό (για ένα διάστημα είχε και η Οινόη), ο οποίος υπερτερούσε αριθμητικά του μουσουλμανικού.
ΟΙΝΟΗ

Η Οινόη (Ünye) είναι αρχαιότατη πόλη του Πόντου. Σύμφωνα με ορισμένους υπήρξε αποικία της Οινόης της εν Αττική, ενώ κατ’ άλλους ιδρύθηκε τους χρόνους μετά την κατάκτηση της Ασίας από τον Μεγαλέξανδρο. Βάσει μιας άλλης εκδοχής, οφείλει το όνομά της στην ομώνυμη νύμφη της Αρκαδίας που ανέθρεψε τον νεαρό Δία, ή στην ομώνυμή της την τροφό του Θεού Πάνα.
Η εξαιρετική γεωγραφική της θέση –μιας και βρίσκεται ανάμεσα στα Κοτύωρα και την Αμισό, σε έναν κόλπο σε μία από τις πιο επίπεδες περιοχές της ακτής του Εύξεινου Πόντου–, την έκανε φυσικό επίνειο της Νεοκαισάρειας.
Yπήρξε το κύριο λιμάνι για όλες τις πόλεις του Πόντου. Το κλίμα που επικρατεί είναι το χαρακτηριστικό της περιοχής του Εύξεινου Πόντου, ζεστό και υγρό.
Η γεωργία είναι η βάση της τοπικής οικονομίας, ιδίως η καλλιέργεια, η εμπορία και η επεξεργασία φουντουκιών. Το γεγονός αυτό γίνεται ορατό στην πόλη της Οινόης, που είναι ήσυχη κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μιας και οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στην ύπαιθρο για τη συγκομιδή φουντουκιών.
Η Οινόη απέκτησε ιδιαίτερα προνόμια κατά τα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών, όταν για ένα διάστημα αποτέλεσε μία σχεδόν ανεξάρτητη ηγεμονία, συνδεόμενη μόνο «ψιλώ ονόματι», δηλαδή φαινομενικά, με την αυτοκρατορία.
Την ευημερία της Οινόης κατά τους βυζαντινούς χρόνους μαρτυρεί και η σχετική παράδοση, σύμφωνα με τη οποία «γαλή πηδώσα από στέγην εις στέγην ηδύνατο να αφιχθή από Οινόης εις Λιμνία» – αυτός ήταν ένας τρόπος να τονιστεί το πλήθος των κτισμάτων που βρίσκονταν στην περιοχή.
Η Οινόη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοί της υπέφεραν πολλά κατά την τουρκοκρατία παρά τ’ ότι λόγω της επίδοσής τους στη ναυτιλία η πόλη απολάμβανε μια σειρά από προνόμια.
Την παρακμή της επέφερε η τυραννική διοίκηση των ντερεμπέηδων και οι επιδρομές των Λαζών πειρατών, με γνωστότερη αυτή του 1806.
Τότε η Οινόη καταστράφηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη βρίσκοντας καταφύγιο στη Σινώπη και σε πόλεις της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου. Όσοι κατέφυγαν στη Σινώπη επέστρεψαν λίγα χρόνια αργότερα, για να ακμάσει και πάλι η πόλη, μέχρι το 1838 οπότε μια μεγάλη πυρκαγιά την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Η Οινόη υπήρξε –και εξακολουθεί να είναι– ένα από τα σημαντικά λιμάνια στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Από παλιά ήταν γνωστή για την κατασκευή ιστιοπλοϊκών – περίπου 25 πλοία κατασκευάζονταν κάθε χρόνο στα ναυπηγεία της.
Κατά την οθωμανική περίοδο η ναυπηγική βιομηχανία έφερε έναν σημαντικό πλούτο στην πόλη. Τον 17ο και 18ο αιώνα οι Νιώτες (έτσι ονομάζονταν οι κάτοικοι της Οινόης) κυριαρχούσαν στον Εύξεινο Πόντο και έτσι την ανέδειξαν σε μία από τις πλέον σημαντικές ακμάζουσες ελληνικές πόλεις των παραλίων.
Εκείνη την περίοδο στην Οινόη διατηρούσαν γραφεία πολλές ναυτιλιακές εταιρείες, όπως η οθωμανική, η γαλλική, η ιταλική, η ρωσική και η αυστριακή. Τότε χτίστηκαν και πολλά αρχοντικά, που ανήκαν σε Έλληνες.
Μετά την περίοδο παρακμής που βίωσε από τις επιδρομές των Λαζών, η Οινόη έζησε και πάλι μέρες ευημερίας στη ναυτιλία της κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Βέβαια, περί τα τέλη του οι περισσότεροι πλοιοκτήτες της περιοχής ήταν Τούρκοι και οι Έλληνες εργάζονταν απλώς ως ναυτικοί στα πλοία τους.
Κατά το 1914 η πόλη αριθμούσε περί τους 9.161 κατοίκους, από τους οποίους οι Έλληνες έφταναν τους 3.074 και οι Αρμένιοι τους 797. Οι υπόλοιποι 5.290 ήταν Τούρκοι. Περίπου το 43% του πληθυσμού ήταν χριστιανοί. Το ελληνικό τμήμα της πόλης αποτελούσαν οι συνοικίες Περιγιάλι, Κάστρος, Κουρκουλέντζα, Μάλι, Πούντα, Εγκρεμός.
Το 1915 οι Τούρκοι εξόντωσαν του Αρμενίους της πόλης και τον Οκτώβριο του 1916 ήρθε και η σειρά των Ελλήνων. Έτσι οργανώθηκε αντάρτικο από τους άντρες της Οινόης, για να προστατέψουν τα ελληνικά χωριά της περιοχής, στα οποία ήδη ομάδες ατάκτων επιτίθονταν συστηματικά.
Τον Ιανουάριο του 1917 διέταξαν οι τουρκικές Αρχές την εκκένωση της Οινόης και των γύρω χωριών. Οι Νιώτες πήραν τη στράτα που θα τους οδηγούσε στο εσωτερικό της χώρας, προς Τοκάτη, Αμάσεια και Σεβάστεια. Οι περισσότεροι εξ αυτών άφησαν την τελευταία τους πνοή σ’ αυτήν τη στράτα, από την πείνα και το κρύο.
Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, στην Οινόη Καστοριάς, στη Δράμα, στην Κατερίνη, στην Αθήνα και σε χωριά της Πέλλας.
ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ

Η Σαμψούντα είναι αρχαία Ελληνική πόλη και λιμένας, στη νότια ακτή του Ευξείνου Πόντου. Ιδρύθηκε στα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ. από την Ιωνική Μίλητο με το όνομα Αμισός. Την εποχή του Περικλή, εποικίστηκε από Αθηναίους και πήρε το όνομα Πειραιάς, όνομα που το διατήρησε, μέχρι τη συντριβή του στόλου των Αθηναίων από τους Σπαρτιάτες το 404 π. Χ. Το 387 π. Χ. δόθηκε στους Πέρσες, με βάση τη συνθήκη της Ανταλκίδειας ειρήνηςμέχρι που απελευθερώθηκε από το Μέγα Αλέξανδρο. Τον 3ο αιώνα π.Χ. επανήλθε σε Ελληνικά χέρια (σε εντόπιους βασιλιάδες του Πόντου) και τελικά σε Ρωμαϊκά.
Τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, ο Χριστιανισμός θεμελιώθηκε στην Αμισό από τον Απόστολο Ανδρέα, ο οποίος σύμφωνα με την αποστολική παράδοση, ήταν ο ιδρυτής της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της πόλης. Κατά τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα και στις αρχές του 2ου υπήρχε μια ανθηρή χριστιανική κοινότητα στην πόλη. Το 290 μ. Χ. εκεί μαρτύρησαν οι επτά παρθένες, Αλεξάνδρεια, Ευφημία, Ευφρασία, Θεοδώρα, Ιουλιανή, Κλαυδία και Ματρώνα, των οποίων η μνήμη τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 20 Μαρτίου.
Στα χρόνια της Ρωμανίας, ήταν γνωστή ως Αμινσός και ήταν το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της Ανατολής, μετά το λιμάνι του Γαλατά. Τον 12ο αιώνα καταλήφθηκε από τους Σελτζούκους. Αυτή τη περίοδο κτίστηκε πόλη ανατολικά της Αμισού, που ονομάστηκε Σαμψούς (εις Αμισόν -σ’ Αμισόν- Σαμψούν). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, αποτέλεσε ανεξάρτητη ηγεμονία ενώ το 1261, με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, περιήλθε στη Ρωμανία. Στα τέλη του 13ου αιώνα καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τους Σελτζούκους. Το 1393 πέρασε στους Οθωμανούς, το 1402 στους Μογγόλους και το 1461 πάλι στους Οθωμανούς. Ήδη όμως η Αμισός είχε παρακμάσει εντελώς εκείνη την εποχή.
Κατά το 1813 – 1814, ενώ η νέα πόλη της Αμισού (Σαμψούς) κατοικούνταν κυρίως από Τούρκους, ιδρύονταν πολλά Ελληνικά χωριά γύρω της. Από τη δεκαετία του 1850, άρχισε να αυξάνεται το Ελληνικό στοιχείο, συντελώντας στην ανάπτυξη της πόλης ως σπουδαίου λιμανιού της Μαύρης θάλασσας. Από το 1908, με το κίνημα των Νεοτούρκων, άρχισαν οι διωγμοί των Ελλήνων. Το 1914 είχε 40.000 κατοίκους – 20.000 Έλληνες, 16.500 Τούρκους, 2.000 Αρμένιους και 1.500 από άλλες εθνότητες. Το 1915, οι Τούρκοι άρχισαν να λεηλατούν τα Ελληνικά χωριά του Πόντου και να βιαιοπραγούν εις βάρος των Ελλήνων, με το πρόσχημα ότι καταδίωκαν αυτούς που απέφευγαν την επιστράτευση για τα Αμελέ Ταμπουρού και όσους δραπέτευαν από κει. Οι Έλληνες για να γλυτώσουν άρχισαν να πήγαιναν στα βουνά, όπου αργότερα με εντολή του Μητροπολίτη Αμισού Γερμανού Καραβαγγέλη, σχημάτιζαν μικρές ανταρτικές ομάδες, με σκοπό να προστατεύσουν τον άμαχο Ελληνικό πληθυσμό από τους Τούρκους.
Στο βιβλίο του Χρήστου Σαμουηλίδη Αμισός (Σαμψούντα) και η περιφέρειά της (εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, 2004) σχετικά με τα μαύρα χρόνια των Ελλήνων του Πόντου που ξεκίνησαν το 1914 περιγράφονται τα εξής:
«Το πρόγραμμα της λεηλασίας, εξορίας και σφαγής συνεχίστηκε και στα άλλα χωριά της Σαμψούντας. Αποσπάσματα στρατιωτών και ατάχτων εξορμούσαν σε όλα τα ρωμαίικα χωριά, έπιαναν όσους άντρες και γυναικόπαιδα δεν είχαν στο μεταξύ κρυφτεί στα δάση και στα βουνά, σχημάτιζαν αποστολές (σεφκιέτ) και τις έστελναν εξορία στο Τσόρουμ, στη Μερζιφούντα, στο Σογκουρλού και αλλού, για να πεθάνουν από την πείνα και τα δεινοπαθήματα.
»Τα σπίτια των εξορίστων καίγονταν και τα ζώα τους κατάσχονταν από τα αποσπάσματα ή λεηλατούνταν από Τούρκους των γειτονικών χωριών. Οι φάκελοι των χωριών της περιφέρειας Σαμψούντας που υπάρχουν στα Αρχεία του ΚΜΣ (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών) αναφέρουν τον εμπρησμό 31 χωριών.
»Μετά την καταστροφή του άμαχου και ειρηνικού πληθυσμού, ο Ραφέτ πασάς έδωσε διαταγή να εξοντωθούν και όλοι όσοι κατέφυγαν στα βουνά του Αγιού-τεπέ, Κοτσά-νταγ και Νεμπιέν-νταγ».
Με την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους, τον Απρίλιο του 1916, οι λεηλασίες και οι απαγχονισμοί εντάθηκαν στην Αμισό μέχρι που στις 17 Οκτωβρίου 1918 υπογράφηκε ανακωχή μεταξύ της ηττημένης στο Α’ παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας και της Αντάντ και τελείωσε η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Όμως στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στην Αμισό, εγκαινιάζοντας έτσι τη δεύτερη φάση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, ιδιαίτερα στην Αμισό. Τον Οκτώβριο του 1922 όλοι οι εξόριστοι Έλληνες στα βάθη της Ανατολής ειδοποιήθηκαν να έρθουν στην Ελλάδα και το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ειδοποιήθηκαν να κάνουν το ίδιο και οι Έλληνες των ορεινών χωριών. Κατά την περίοδο της ανταλλαγής, οι κάτοικοί της ήταν περίπου 25.000 από τους οποίους 11.000 Έλληνες.
Έως το 1924, όλοι οι Έλληνες είχαν φύγει από την Αμισό και τα χωριά της, εκτός από αυτούς που είχαν μείνει ως κρυπτοχριστιανοί.
ΠΑΦΡΑ

Η Πάφρα είναι μια πόλη που βρίσκεται 47 χλμ ΒΔ της Σαμψούντας και 80 χλμ ΝΑ της Σινώπης. Η πόλη είναι χτισμένη στη δεξιά πλευρά του ποταμού Kizil Irmak και κατά μήκος ενός δρόμου που συνδέει αυτές τις δύο πόλεις. Η πόλη ήταν έδρα ενός καϊμακάμ και αποτελούσε μέρος του μουτεσαραφλίκου της Σαμψούντας και του βαλιλίκι της Τραπεζούντας. Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη Αμασείας. Σύμφωνα με μια πηγή, στις αρχές του 20ου αιώνα ζούσαν 12.000 Ορθόδοξοι Χριστιανοί στα 43 χωριά της Πάφρα. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη είχε πληθυσμό 17.000 κατοίκων, εκ των οποίων οι 10.000 ήταν Τούρκοι, οι 5.000 ήταν Έλληνες και περίπου οι 3.000 ήταν Αρμένιοι.
Εκτός από τους γηγενείς Έλληνες, η Πάφρα ήταν επίσης πατρίδα Ελλήνων από την Καπαδοκία και άλλες περιοχές του Πόντου. Οι γηγενείς Έλληνες και οι Καπαδόκες Έλληνες μιλούσαν μόνο τουρκικά, ενώ οι Έλληνες από άλλες περιοχές του Πόντου ήταν ποντιόφωνοι. Η ελληνική κοινότητα είχε νηπιαγωγείο, 6τάξιο Αρρεναγωγείο και 6τάξιο παρθεναγωγείο. Ο μητροπολιτικός ναός ήταν αφιερωμένος στην Αγία Μαρίνα ενώ στη συνοικία Ισάλι (ή Σακλί) υπήρχε δεύτερος ναός αφιερωμένος στον Άγιο Βασίλειο. Οι κάτοικοι της Πάφρας ασχολούνταν κυρίως με την κατασκευή και το εμπόριο καπνού.
Η Πάφρα είναι μία απ τις πόλεις του Πόντου, δίπλα στις εκβολές του ποταμού Άλυ και αριθμούσε περίπου οκτώ χιλιάδες κατοίκους. Οι κάτοικοι της ήταν Έλληνες καίτοι τουρκόφωνοι διακρίνονταν για το ζωηρό θρησκευτικό και εθνικό τους αίσθημα. Ονομαστά ήταν τα καπνά της Πάφρας για την ευωδία τους και αυτό δικαιολογούσε τη μεγάλη εμπορική κίνηση στη Πάφρα με αποτέλεσμα την ύπαρξη πολλών πλουσίων καπνεμπόρων και τραπεζιτών. Δεν υστερούσαν διόλου στα γράμματα καθώς υπήρχαν δημοτικά σχολεία και πλήρης αστική σχολή. Όμως, άγρια έπεσε επάνω στην Πάφρα η εξολοθρευτική μανία των τούρκων και ιδίως του Κεμάλ και του οργάνου του Τοπάλ Οσμάν. Για το πώς εξοντώθηκε ο Ελληνισμός της Πάφρας και τα πέριξ αυτής Ελληνικά χωριά, μας αφηγείται ο Αντώνιος Ι. Γαβριηλίδης, καπνέμπορος της Πάφρας ο οποίος συνέγραψε την τραγωδία της πατρίδας του.
«Πουθενά δεν έγινε συστηματικότερη σφαγή και εξόντωση, διότι πουθενά δεν υπήρχε τόσο πυκνός Ελληνισμός τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Η έκταση της καταστροφής και του ολέθρου είναι τόσο μεγάλη που αδυνατεί να τη συλλάβει η φαντασία. Η δημοσιευμένη έκθεση της εφημερίδας «Μεταρύθμιση» δίνει μία αμιδρή εικόνα της καταστροφής. «….την 5η Απριλίου του 1921 ο τουρκικός στρατός αποτελούμενος από 10.000 άνδρες, υποβοηθούμενος από τσετέδες και χωρικούς άρχισε την αιφνίδια επίθεση εναντίον όλης της περιφέρειας της Πάφρας. Αυτά που συνέβησαν είναι αδύνατο να μπορέσει κανείς να τα περιγράψει επακριβώς. Εμπρησμοί, τυφεκισμοί, φόνοι με λόγχη, απαγχονισμοί, ατιμώσεις. Η φρικιαστική αυτή κατάσταση διήρκησε ένα μήνα ώστε τα χωριά μεταβλήθηκαν σε ερείπια ενώ, πλην ελαχίστων κατοίκων, άπαντες κατακρεουργήθηκαν.
Μετά τον πόλεμο του 1923, ο ορθόδοξος πληθυσμός της πόλης κατέφυγε στην Ελλάδα. Πρόσφυγες από την Πάφρα ίδρυσαν το χωριό Νέα Πάφρα στις Σέρρες.
ΣΙΝΩΠΗ

Η Σινώπη ήταν πόλη της αρχαίας Παφλαγονίας. Είναι άγνωστος ο χρόνος ίδρυσής της. Πρώτοι άποικοι ήταν οι κάτοικοι της Μιλήτου περί τον 8ο αι. π.Χ., σε συμφωνία με τους παλαιούς κατοίκους. Ο Ηρόδοτος θεωρεί πρώτους οικιστές τους Κιμμέριους, άλλοι θεωρούν τους Αργοναύτες. Το όνομα προέρχεται από τη μυθολογική κόρη του ποταμού Ασωπού, Σινώπη. Η Σινώπη ήταν η πρώτη ελληνική αποικία στο Πόντο και αφετηρία του εξελληνισμού των εκεί ακτών μέχρι τη μακρινή Κολχίδα.
Η Τραπεζούντα, η Κερασούντα και τα Κοτύωρα ήταν αποικίες της Σινώπης. Κατά τον 5ο αιώνα αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής ηγεμονίας, ο δε Περικλής έστειλε εκεί 600 Αθηναίους κληρούχους, μετά την απαλλαγή της πόλης από την τυραννία. Στη συνέχεια, η πόλη ήταν ανεξάρτητη και από αυτή πέρασαν οι “Μύριοι” του Ξενοφώντα. Το 368 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Δατάμα, πέρση Σατράπη της Καππαδοκίας, αλλά διατήρησε την αυτονομία της. Το 183 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Φαρνάκη Α’ ο οποίος την κατέστησε πρωτεύουσα του Βασιλείου του Πόντου.
Στη πόλη αυτή γεννήθηκε ο Μιθριδάτης ο Μέγας που την καλλώπισε με ναούς, στοές, νεώρια (μαρτυρία Στράβωνα). Τέλος δε το 70 π.Χ. καταλήφθηκε από το ρωμαίο στρατηγό Λούκουλο που και αυτός της παραχώρησε αυτονομία. Το 44 π.Χ. έγινε οριστικά ρωμαϊκή αποικία με ρωμαίους εποίκους, υπαγόμενη στη Βιθυνία. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν είχε σπουδαία σημασία, ανήκε δε στο Αρμενιακό Θέμα. Μετά την Δ’ Σταυροφορία αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και των Σελτζούκων Τούρκων που την κατέκτησαν πρώτη φορά το 1214. Από τα μέσα του 13ου αιώνα πέρασε στην κυριαρχία τοπικών τουρκομανικών δυναστειών. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής την κατέκτησε το 1461, καθοδόν στην εκστρατεία του κατά της Τραπεζούντας και μετέφερε τους κατοίκους της στην Κωνσταντινούπολη για αύξηση του εκεί πληθυσμού. Στην οθωμανική περίοδο η Σινώπη υπαγόταν στο Εγιαλέτι ή Βιλαέτι της Κασταμονής. Αξιοσημείωτο γεγονός των νεοτέρων χρόνων υπήρξε η παρά τη Σινώπη ναυμαχία του ρωσικού στόλου με τον τουρκικό στις 30 Νοεμβρίου του 1853 στην αρχή του Κριμαϊκού πολέμου, που οδήγησε στην καταστροφή του οθωμανικού στόλου και έδωσε το έναυσμα για να εισέλθουν η Αγγλία και η Γαλλία στον πόλεμο κατά της Ρωσίας.
Η Σινώπη κατά το μεσαίωνα απετέλεσε επισκοπή υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ελενοπόντου, στους δε νεότερους χρόνους στη Μητρόπολη Αμάσειας. Κατά τη χριστιανική παράδοση, πρώτος που κήρυξε το χριστιανισμό στη πόλη ήταν ο Απόστολος Ανδρέας ο οποίος χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο της, τον Φιλόλογο. Επί αυτοκράτορα Τραϊανού φέρεται να μαρτύρησε εδώ ο επίσκοπος Φωκάς. Αργότερα φέρονται μνημονευόμενοι επίσκοποι της Σινώπης ο Προαιρέσιος, ο Αντίοχος (στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο), ο Σέργιος (στη ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο), ο Γρηγόριος (στη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο) και άλλοι.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης πριν το 1914 ήταν 5.000 και ο τουρκικός 9.000. Οι Έλληνες διατηρούσαν αστική σχολή, Παρθεναγωγείο και 3 εκκλησίες. Στα περίχωρα δε υπήρχαν άλλοι 2.000 Έλληνες. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι Έλληνες της πόλης και των γύρω χωριών υπέστησαν πολλές κακουχίες και οι επιζήσαντες μετανάστευσαν στην Ελλάδα κατά τη διετία 1923-1924, κατά την υποχρεωτική και απάνθρωπη ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
ΑΜΑΣΕΙΑ

Αρχαία πόλη του Πόντου και μία απο τις λίγες που διατήρησε αναλλοίωτο το όνομά της απο την αρχαιότητα έως το 1922.
Ο αρχαίος γεωγράφος και ιστορικός Στράβων (63 π.Χ. – 23 μ.Χ.) ήταν από την Αμάσεια , παραλιακή πόλη του Πόντου, που τη διασχίζει ο ποταμός Ίρις. Ο Στράβων γράφει για την πατρίδα του (Γεωγραφικά, Βιβλίο ΙΒ, παράγραφος 547, εδάφιο 15): «Ο Ίρις ποταμός έχει τας πηγάς του εις αυτόν τον Πόντον, ρέων διαμέσου της πόλεως των Κομάνων […] επιστρέφει προς βορράν [.]κατόπιν κάμνει πάλιν καμπήν προς ανατολάς, δεχόμενος τα ύδατα του Σκύλακος και άλλων ποταμών και ρέει ορμητικά πλησίον αυτού του τείχους της Αμάσειας , της πατρίδος μου , η οποία είναι οχυρωτάτη πόλις.»
Η Αμάσεια ήταν πρωτεύουσα των Μιθριδατών έως το 183 π.Χ. Η πόλη έχει τα περισσότερα αρχαία μνημεία στον Πόντο. Στα βραχώδη βουνά της υπάρχουν σπηλιές που δεν είναι παρά οι συλημένοι τάφοι των Μιθριδατών. Στο Μουσείο της αφθονούν τα αρχαιοελληνικά ευρήματα.
Απέχει περίπου 70 χλμ απο την Αμισό και η τοποθεσία όπου είναι χτισμένη την έχει καταστήσει φυσικό οχυρό.
Περιβάλλεται απο απόκρημνα και απρόσιτα βουνά, το δε κλίμα της είναι υγιεινό. Όλη η γύρω περιοχή ήταν κατάφυτη απο αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα και κάθε είδους λαχανικά. Κυριότερα προϊόντα της ήταν τα δημητριακά, οι ονομαστές μπάμιες, τα περίφημα δαμάσκηνα και τα νοστιμότατα μήλα.
Οι τέχνες και το εμπόριο βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.
Το 70 π.Χ. η Αμάσεια κυριεύτηκε απο τους Ρωμαίους και υποτάχθηκε στον στρατηγό Λούλουδο, ενώ το 63 π.Χ. έγινε μία απο τις έντεκα επαρχίες που ιδρύθηκαν στον Πόντο απο τον Πομπήιο.
Στα χρόνια της Βυζαντινής κυριαρχίας, η Αμάσεια ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας του Ελλενόποντου, ενώ αποτελούσε ένα απο τα κυριότερα εμπορικά κέντρα της περιοχής.
Το 529 μ.Χ. καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς απο ισχυρό σεισμό, αλλά οικοδομήθηκε πάλι επί εποχής Ιουστινιανού.
Τον 11ο αιώνα η πόλη έπεσε στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων. Σπουδαίοι Πόντιοι καταδικάστηκαν και μαρτύρησαν, αργότερα, με την κατηγορία ότι μαζί με τους αντάρτες αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Στην κεντρική πλατεία της πόλης, το Σεπτέμβριο 1821 οι Τούρκοι απαγχόνισαν 174 Έλληνες του Πόντου.
Στην περιφέρεια της Αμάσειας κατοικούσαν στις αρχές του 20ού αιώνα 155.000 Έλληνες και λειτουργούσαν εκεί 325 σχολεία με 10.000 και 565 δασκάλους.
Τελευταίος μητροπολίτης Αμάσειας ήταν ο Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-1935), γνωστός για την εθνική αγωνιστική του δράση του.
Με το όνομα αυτής της πόλης έχουν συνδεθεί τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν εδώ από τους Τούρκους οι Έλληνες του Πόντου σε φυλακές-κάτεργα. Από τον Ιανουάριο του 1921 μέχρι και το 1923 πέρασαν από τα λεγόμενα «λευκά κελιά» εκατοντάδες Έλληνες, πολλοί από αυτούς με διακρίσεις στην οικονομική ζωή του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 εκτελέστηκαν με απαγχονισμό, ύστερα από συνοπτικές διαδικασίες, καθηγητές και μαθητές του Ελληνοαμερικανικού Κολεγίου Μερζιφούντας. Τις ίδιες ημέρες τουρκικά δικαστήρια καταδίκασαν σε θάνατο, χωρίς απολογία, άλλους 180 Πόντιους πατριώτες. Στην κεντρική πλατεία κρεμάστηκαν από τους Τούρκους περισσότεροι από 70.
Στην πόλη σήμερα επιβιώνουν οι παλιές ελληνικές γειτονιές, με σπίτια-φαντάσματα. Πολλά από αυτά βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ίρι, που διασχίζει την Αμάσεια.
