περισσότερα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
Search in posts
Search in pages
Filter by Categories
1922-2022
5η Συνάντηση Μονοπατιών
Newsflash
Slider
Ανοικτές Δημόσιες Διαδικασίες
Διαρκές Συνέδριο 2022
Ειδήσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις και Δράσεις
Εκδηλώσεις Πολιτιστικού Κέντρου
Εκδόσεις
Επικαιρότητα
Εσπερίδες
Οικονομικά Στοιχεία Δήμου
Ομιλίες Εσπερίδων
Πολιτική Προστασία
Προμήθειες - Έργα - Μελέτες
Προσλήψεις
Παρασκευή, 29 Μαρτίου | 3:45μμ

Κακές συνήθειες: η υποδοχή και η ενσωμάτωση των προσφύγων μέσα από το πρίσμα των πολιτισμικών πρακτικών

Ομιλία του Κωστή Γκοτσίνα, Εντεταλμένου Ερευνητή ΙΙΕ/ΕΙΕ, στην 11η ημερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού & Ανάδειξης Σύγχρονης Ιστορίας του Δήμου Καισαριανής με τίτλο “Στον απόηχο της Μικρασιατικής Καταστροφής: Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του Μεσοπολέμου”

Οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της ήττας του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και της άφιξης των προσφύγων έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεξοδικής έρευνας. Ορισμένες πτυχές της εγκατάστασης νέων πληθυσμών, ωστόσο, όπως είναι η καθημερινή ζωή, οι καταναλωτικές πρακτικές και τα μέσα ψυχαγωγίας, είναι λιγότερο μελετημένες. Κι όμως, το ενδιαφέρον αυτών των πρακτικών δεν είναι μόνο λαογραφικό ή ανεκδοτολογικό: αποτελούν έναν εξαιρετικό τρόπο για να προσεγγίσουμε το φαινόμενο της ενσωμάτωσης του προσφυγικού πληθυσμού και τις μεταβαλλόμενες ταυτότητες τόσο των γηγενών όσων και των προσφύγων.

Όπως είναι γνωστό, η άφιξη των προσφυγικών πληθυσμών προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις στους γηγενείς. Πέρα από τη συμπόνια που μπορούσε ενδεχομένως να εμπνεύσει η μοίρα τους, οι πρόσφυγες κατείχαν τη θέση των αλύτρωτων αδελφών στο πλαίσιο μιας ορισμένης εθνικιστικής ρητορικής, η οποία ήθελε τους ελληνόφωνους πληθυσμούς που ήταν εγκατεστημένοι από παλιά στην ασιατική όχθη του Αιγαίου, στην ανατολική Θράκη, στην Κιλικία, στην Καππαδοκία, στον Πόντο να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του «ελληνισμού». Η επέκταση του ελληνικού κράτους είχε στόχο να αποσπάσει της περιοχές της Ανατολίας από την οθωμανική εξουσία και να επαναφέρει στους κόλπους του έθνους τα «αδέλφια» που κατοικούσαν από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.

Η κατάρρευση των αλυτρωτικών αυτών φιλοδοξιών στις αρχές της δεκαετίας τού 1920 συνοδεύτηκε από την άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, με διαφορετικά ήθη, έθιμα, ενδυματολογικές πρακτικές, γαστρονομικές συνήθειες, ακόμα και γλώσσα σε κάποιες περιπτώσεις.[1] Η πρώην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν οργανωμένη στη βάση κοινοτήτων όπου η θρησκεία λειτουργούσε ως παράγοντας διαφοροποίησης από τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ως συνεκτικός δεσμός για τους ομοθρήσκους. Άλλα χαρακτηριστικά, όπως η γλώσσα, οι ενδυματολογικοί κώδικες, οι γαστρονομικές παραδόσεις, οι διατροφικές συνήθειες και άλλες, μη θρησκευτικές πολιτιστικές πρακτικές, ήταν λιγότερο σημαντικά για την ταυτότητα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αντίθετα, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, περίπου ενάμισι εκατομμύριο ελληνορθόδοξοι βρέθηκαν σε ένα έθνος-κράτος που πλέον παρουσίαζε μεγάλη θρησκευτική ομοιογένεια. Σε αυτές τις συνθήκες, αυτό που τους βοήθησε να ξεχωρίσουν από τους ντόπιους δεν ήταν πλέον η θρησκεία τους, αλλά τα έθιμα και ο τρόπος ζωής τους.

Εκτός από τις παραπάνω διαφορές, οι πρόσφυγες διαβιούσαν σε πολλές περιπτώσεις κάτω από συνθήκες ένδειας και έλλειψης υγιεινής, σε συνοικίες που μαστίζονταν από μεταδοτικές ασθένειες.[2] Κατά συνέπεια, αυτοί οι θεωρητικά αδελφικοί πληθυσμοί γίνονταν δεκτοί από τους αυτόχθονες με δυσπιστία ή και ανοικτή εχθρότητα, αφού η άφιξή τους είχε και πολιτικές προεκτάσεις στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού: προσανατολισμένοι στον βενιζελισμό κατά τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια του Μεσοπολέμου, οι πρόσφυγες βρέθηκαν συστηματικά στο στόχαστρο των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων.

Ας πάρουμε την περίπτωση του φαγητού, που είναι αρκετά γνωστή. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους μια ιδιαίτερη γαστρονομική κουλτούρα που μερικές φορές ήταν διαφορετική από αυτή των ντόπιων, ανάλογα βέβαια με την περιοχή προέλευσης και την περιοχή εγκατάστασης. Η κουζίνα τους περιλάμβανε, για παράδειγμα, πολλά μπαχαρικά, σιροπιαστά γλυκίσματα ή πιάτα με συστατικό το γιαούρτι. Αυτές οι ιδιαιτερότητες υπήρξαν αφετηρία για υποτιμητικούς όρους όπως «γιαουρτοβαφτισμένος». Από την άλλη πλευρά, για τους πρόσφυγες το να ετοιμάσουν και να απολαύσουν πιάτα και συνταγές από τον τόπο καταγωγής τους ήταν ένας τρόπος να ανακαλέσουν το παρελθόν, μια καθημερινή και νοσταλγική χειρονομία που τους επέτρεπε να θυμούνται, μέσω των αισθήσεων της γεύσης και της όσφρησης, τους τόπους καταγωγής τους. Επιπλέον, το μαγείρεμα και το φαγητό ήταν ένας τομέας όπου οι πρόσφυγες μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ξεπέρασαν τους ντόπιους. Όπως δήλωσε στην ανθρωπολόγο Ρενέ Χιρσόν μια ηλικιωμένη πρόσφυγας, κάτοικος της Κοκκινιάς: «Πριν έρθουμε εμείς, τι ήταν αυτοί; Εμείς τους ανοίξαμε τα μάτια. Δεν ήξεραν να φάνε ούτε να ντυθούνε. Τρώγανε μπακαλιάρο και χόρτα. Εμείς τους μάθαμε τα πάντα.»[3] Σε άλλη περίπτωση, ο συγγραφέας Αριστοκλής Αιγίδης, με καταγωγή από το Ικόνιο, αναφέρει ότι σε κάποια πρώην μουσουλμανικά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας οι ντόπιοι χωρικοί εκφράζονταν με εξαιρετικό θαυμασμό για τη χρήση ποτηριών και πιρουνιών από τους πρόσφυγες ή για το γεγονός ότι στόλιζαν με λουλούδια, γλάστρες και κεντήματα τις κατοικίες των ανταλλαχθέντων όπου εγκαταστάθηκαν.[4]

Βέβαια, η κατασκευή της ταυτότητας του «πρόσφυγα» συχνά τείνει να επισκιάσει τις διαφορές μεταξύ πληθυσμών πολύ διαφορετικής γεωγραφικής και κοινωνικής προέλευσης. Παρ’ όλα αυτά, τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τους νεοφερμένους από τους ιθαγενείς γίνονται στερεότυπα και σύμβολα πολιτιστικής ανωτερότητας που ενώνουν τους πρόσφυγες και παραδόξως ανοίγουν τον δρόμο για την αποδοχή τους από την ελληνική κοινωνία, ακριβώς μέσω ενός λόγου που επιμένει στη συμβολή τους στον νεοελληνικό πολιτισμό και στη νεοελληνική ταυτότητα. Αυτά τα στερεότυπα, που αφορούν, για παράδειγμα, την ποικιλία και την ποιότητα της κουζίνας τους ή τους εκλεπτυσμένους τρόπους τους, μεταφέρονται τόσο από αφηγήσεις της εποχής του Μεσοπολέμου όσο και από μεταγενέστερες μαρτυρίες.

            Ας σταθούμε σε μια λιγότερο γνωστή περίπτωση ψυχαγωγικής πρακτικής που αναδείχθηκε κατά κάποιον τρόπο σε μήλο της έριδας την εποχή της άφιξης των προσφύγων: τη χρήση χασίς. Όπως προαναφέρθηκε, οι ιδιαιτερότητες των προσφύγων γίνονταν διακριτικά γνωρίσματα που συνέθεταν την ετερότητά τους και τροφοδοτούσαν μια διαδικασία στιγματισμού και δαιμονοποίησης. Πολύ γρήγορα, αρκετοί σύγχρονοι άρχισαν να προσάπτουν στους νεοαφιχθέντες μια σειρά από ελαττώματα και επικριτέες συμπεριφορές, που εκτείνονταν από την εγκληματικότητα μέχρι τη διάδοση μολυσματικών ασθενειών ή και των ναρκωτικών. Σε ένα άρθρο δημοσιευμένο σε ιατρικό περιοδικό το 1928, για παράδειγμα, η διάδοση της «βλαβεράς ταύτης καταχρήσεως» του χασίς στα μεταπολεμικά χρόνια αποδιδόταν στην παραμονή του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, όπου πολλοί στρατιώτες εθίστηκαν στην ινδική κάνναβη, στην έλευση των προσφύγων, πολλοί εκ των οποίων έκαναν χρήση της ουσίας, καθώς και στις κακουχίες του πολέμου και τον συνακόλουθο ψυχικό κλονισμό που έφερε την τάση καταφυγής σε «ηδονιστικά μέσα».[5]

            Αναμφισβήτητα, οι πρακτικές της εμπορίας και της χρήσης ναρκωτικών στα παραπήγματα, στις παραγκουπόλεις και στους προσφυγικούς συνοικισμούς δεν ήταν άγνωστες, πόσο μάλλον που ελλείψει εναλλακτικών η εμπορία μπορούσε να αποτελέσει μια πηγή εισοδήματος και η χρήση ήταν ίσως μια συνήθεια που είχε ξεκινήσει στη γενέθλια γη ή μια παρηγοριά σε αντίξοες συνθήκες διαβίωσης. Σε ένα ρεμπέτικο του Βαγγέλη Παπάζογλου, που ηχογραφήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Αρμένιος ουτίστας Μάρκο Μελκόν τραγουδάει: «Είμαι ένα ντερβισάκι, αχ το λέγω / που με διώξαν απ’ τη Σμύρνη, κι όλο κλαίγω / και το ρίχνω στο μεθύσι, και φουμάρω και χασίσι».[6]

Παρ’ όλα αυτά, η πληθυσμιακή αυτή ομάδα δεν μοιάζει να υπερεκπροσωπείται ούτε στο εμπόριο ούτε στη χρήση απαγορευμένων ουσιών — ας μην ξεχνάμε πως ο Μεσοπόλεμος υπήρξε η περίοδος ποινικοποίησης των ναρκωτικών. Έτσι, ο αστυνομικός διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων Αθηνών Αριστοτέλης Κουτσουμάρης υπολόγιζε ότι το ένα τέταρτο των συλληφθέντων για αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά είχαν καταγωγή από τη Μικρά Ασία,[7] ενώ ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Κωνσταντίνος Γαρδίκας κατέγραφε ένα ποσοστό 35% στα δελτία που τηρούσε η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Υπηρεσιών.[8] Ανάλογη εικόνα παρουσιάζουν για την περίοδο 1933–1937 και οι Εγκληματολογικές Στατιστικές, που κατέγραφαν τις καταδίκες από τα δικαστήρια της χώρας: το ένα τρίτο περίπου των καταδικασθέντων προέρχονταν από το εξωτερικό, κυρίως από τα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: 18%–20% για τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί μονοπωλίου ναρκωτικών φαρμάκων και ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό για τη χρήση (22%–26%).[9]

Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη ότι μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το ένα πέμπτο του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας. Έτσι, οι στατιστικές αντικατοπτρίζουν τελικά την πληθυσμιακή τους κατανομή στον γενικό πληθυσμό. Ειδικά μάλιστα στα αστικά κέντρα μπορούμε να πούμε ότι υποεκπροσωπούνται στις παραβάσεις της νομοθεσίας κατά των ναρκωτικών, αφού, σύμφωνα με την απογραφή του 1928, 28% του πληθυσμού της Αθήνας, 40% του πληθυσμού του Πειραιά και 48% του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης ήταν προσφυγικός.[10]

Ανεξάρτητα, όμως, από τα αριθμητικά στοιχεία και την ανάγνωσή τους, η κυρίαρχη άποψη ήταν πως οι πρόσφυγες συνιστούσαν φορέα διάδοσης της «τοξικομανίας» και οι συνοικίες τους εστίες αυτής της βλαβερής συνήθειας που απειλούσε να προσβάλει τα μέλη της εθνικής κοινότητας, μολονότι, η ινδική κάνναβη και η ψυχαγωγική χρήση της ήταν γνωστές στο ελληνικό βασίλειο από τα τέλη του 19ου αιώνα και είχαν ήδη γίνει αντικείμενο δημόσιου διαλόγου, αρνητικών δημοσιευμάτων και απαγορευτικών μέτρων. «Πλήθος χασιστών προερχομένων κυρίως εκ Μικρασίας είχον εγκατασταθή από του 1914 εις την Πειραϊκήν χερσόνησον ιδία», έγραφε για παράδειγμα ο χημικός Κωνσταντίνος Μακρής το 1929.[11]

Τρία χρόνια αργότερα, οι ψυχίατροι Δημήτριος Κουρέτας και Φώτης Σκούρας συνόψιζαν το επιχείρημα, απευθυνόμενοι σε ξένο αναγνωστικό κοινό, στο γαλλικό περιοδικό Le Progrès Médical, αποδίδοντας απερίφραστα τις κοινωνικές αιτίες της «τοξικομανίας» στην άγνοια των βλαβερών ιδιοτήτων των ναρκωτικών, στην έλλειψη μόρφωσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, στις αρνητικές επιπτώσεις της ανεργίας και στη συγκέντρωση πληθυσμών «ασιατικής καταγωγής» μετά την «εισβολή» των προσφύγων.[12]

Είναι αλήθεια ότι στο ζήτημα αυτό δεν έλειπαν οι υπερασπιστές των προσφύγων. Κάποιοι εκτιμούσαν ότι οι πληθυσμοί που είχαν έρθει από την Ανατολή ήταν τα θύματα μάλλον των εμπόρων ναρκωτικών: «Οι μετερχόμενοι το εμπόριον του θανάτου αγρεύουν την ατυχή πελατείαν των μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, και μάλιστα μεταξύ του προσφυγικού πληθυσμού»[13] διαβάζουμε τον Απρίλιο του 1926 στην εφημερίδα Βραδυνή, η οποία κατά τα άλλα δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια με τους φιλικά προσκείμενους προς τον Βενιζέλο πρόσφυγες.

Άλλοι πάλι, όπως η Αγγέλα Παπάζογλου, τραγουδίστρια με καταγωγή από τη Σμύρνη και σύζυγος του συνθέτη Βαγγέλη Παπάζογλου, απέδιδαν στους πρόσφυγες μια σαφώς αρνητική στάση απέναντι τόσο στα ναρκωτικά όσο και στους χρήστες τους, και έναν εξυγιαντικό ρόλο. Έχοντας και η ίδια καταγωγή από τη Σμύρνη, διαβεβαίωνε στα απομνημονεύματά της: «Μας μισούσαν εμάς, γιατί βλέπανε πως όπου πατήσομε το ποδάρι οι πρόσφυγες δε μπορούνε να σταθούνε αυτοί. Φεύγουνε. Στην Πειραϊκή να δεις εσύ χασικλήδες και κακό… Οι πρόσφυγες τους διώξανε κι από κει».[14] Πρέπει βέβαια να λάβουμε υπόψη ότι η μαρτυρία της Παπάζογλου καταγράφηκε αρκετά αργότερα και άρα οι αναμνήσεις της είναι σε κάποιον βαθμό συνειδητά ή ασύνειδα επεξεργασμένες.

Αυτό που έχει σημασία, τελικά, είναι πως τέτοιες ρητορικές διαμάχες μαρτυρούν πόσο η χρήση ναρκωτικών αποτελούσε στίγμα που αποδιδόταν στο αντίπαλο «στρατόπεδο» σε διαφορετικές περιστάσεις, στην προκειμένη περίπτωση στο πλαίσιο των τεταμένων σχέσεων μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Η ενοχοποίηση αλλοχθόνων για τη διάδοση των ναρκωτικών δεν αποτελεί εξάλλου ελληνική αποκλειστικότητα. Τη συναντάμε την ίδια περίοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες με τους μαύρους ή λατινόφωνους πληθυσμούς, στην Αγγλία με τις κινέζικες κοινότητες ή στη Γαλλία με τους πληθυσμούς από τη Βόρεια Αφρική. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής περίπτωσης είναι πως ο στιγματισμός αυτός στόχευε μια ομάδα ατόμων που αντιπροσώπευε το ένα πέμπτο των κατοίκων της χώρας. Σε αυτή τη διαδικασία δαιμονοποίησης, μετά την κατάρρευση της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» τα ναρκωτικά δεν αποτελούσαν παρά έναν δίαυλο μέσω του οποίου διοχετευόταν η αντίδραση απέναντι στους «εισβολείς» και ένας άλλος τρόπος να εκλογικευτεί μια αρνητική στάση απέναντι στους πρόσφυγες, στάση που οφειλόταν σε βαθύτερες αιτίες — πολιτισμικές, οικονομικές, πολιτικές και ψυχολογικές.

Ωστόσο, και εδώ τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα από ό,τι υποδηλώνει η σχηματική αντίθεση μεταξύ «ντόπιων» και «προσφύγων». Έτσι, ο ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης, που είχε μετακομίσει με την οικογένειά του από τη Σύρο στον Πειραιά κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, διηγείται στην αυτοβιογραφία του πώς ένα βράδυ, αφού κάπνισε πολύ χασίς, συνάντησε μια ομάδα προσφύγων από τα Ταμπούρια που επίσης κάπνιζε ινδική κάνναβη: «Ζύγωσα κοντά τους περπατώντας με τα τέσσερα ακόμη. Τους ζύγωσα για μια παρηγοριά. Μόλις με είδανε φοβηθήκανε μήπως ήμουνα αστυνομικός ή τι άλλο παράξενο ήμουν. Μετά με γνωρίσανε ότι είμαι μαστούρης…».[15] Σε αυτή την περίπτωση, το νομικό καθεστώς απαγόρευσης του χασίς είχε δημιουργήσει μια άλλου είδους διαίρεση, αυτή τη φορά μεταξύ καπνιστών της ουσίας και νομοταγών πολιτών, δημιουργώντας έτσι κοινωνικούς δεσμούς βασισμένους σε μια κοινότητα γευστικών και ψυχαγωγικών πρακτικών.


[1]     Κώστας Κατσάπης, «Το προσφυγικό ζήτημα», στο Αντώνης Λιάκος (επιμ.), Το 1922 και οι πρόσφυγες: Μια νέα ματιά, Νεφέλη, Αθήνα 2011, σ. 161–164· Νίκος Ανδριώτης, Πρόσφυγες στην Ελλάδα 1821–1940: Άφιξη, περίθαλψη, αποκατάσταση, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2020, σ. 299–305.

[2]     Ανδριώτης, ό.π., σ. 173–176 & 247–249.

[3]     Renée Hirschon, Κληρονόμοι της μικρασιατικής καταστροφής: Η κοινωνική ζωή των μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, σ. 84.

[4]     Αριστοκλής Ι. Αιγίδης, Η Ελλάς χωρίς τους πρόσφυγας: ιστορική, δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική μελέτη του προσφυγικού ζητήματος, Ι. Λ. Αλευρόπουλος & Σία, Αθήνα 1934, σ. 182-183.

[5]     Σπυρίδων Α. Δοντάς & Παναγιώτης Ζης, «Πειραματικαί έρευναι περί της ενεργείας του ελληνικού χασίς», Ελληνική Ιατρική 2/5, Μάιος 1928, σ. 386.

[6]     Βαγγέλης Παπάζογλου, «Το παράπονο του Μάρκου» (Balkan USA BAL 823, 1948).

[7]     Αριστοτέλης Κουτσουμάρης, «Μία μεγάλη κοινωνική πληγή», Ιατρική Εφημερίς, 18 Σεπτεμβρίου 1932, σ. 1.

[8]     Κωνσταντίνος Γαρδίκας, Το χασίσιον ως παράγων εγκλημάτων, Τυπ. Διευθύνσεως Εγκληματολογικών Υπηρεσιών, Αθήνα 1950, σ. 9.

[9]     Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Εγκληματολογική στατιστική του έτους 1933–1937, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1937–1946.

[10]   Ανδριώτης, ό.π., σ. 147.

[11]   Κωνσταντίνος Μακρής, Tο ελληνικόν χασίς: Φυτοχημική–δρογογνωστική μελέτη, Εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή, Στ. Ταρουσόπουλος, Αθήνα 1929, σ. 19.

[12]   Dimitrios Kourétas & Photis Scouras, «Les toxicomanes en Grèce: Étude statistique et médico-légale», Le Progrès Médical 29, 1932, σ. 1261.

[13]   «Θανάτου εμπόριον», Η Βραδυνή, 17 Απριλίου 1926, σ. 1.

[14]   Γιώργης Παπάζογλου, «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης, Αγγέλα Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ», Ταμιείον Θράκης, Ξάνθη 2003, σ. 370.

[15]   Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, επιμ. Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, Παπαζήσης, Αθήνα 1978, σ. 102.

Μετάβαση στο περιεχόμενο