Ομιλία της κας Έρης Σταυροπούλου, Ομότιμης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α. στην εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες»
Τρία είναι τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα που άφησαν βαθύ αποτύπωμα στη λογοτεχνία μας: Η επανάσταση του 1821, η Μικρασιατική Καταστροφή, και ο Πόλεμος του 1940, η Κατοχή και η Αντίσταση.
Αντίθετα όμως από τα άλλα δύο μείζονα εθνικά γεγονότα, η Μικρασιατική Καταστροφή, κι εδώ πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε την τραγωδία στον Πόντο και στην Ανατολική Θράκη με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, άφησε ένα πολύ πικρό αποτύπωμα στην ελληνική ιστορία και στη συνείδηση των Ελλήνων. Το Εικοσιένα ολοκληρώθηκε με νίκη της Επανάστασης και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, και ο πόλεμος του 1940 με την αποχώρηση των Γερμανών. Αντίθετα το 1922 σήμανε το τέλος του ουτοπικού ονείρου της Μεγάλης Ιδέας, και τη συρρίκνωση του ελληνισμού στα ελλαδικά όριά του. Αναμφισβήτητα η άφιξη των προσφύγων στη χώρα μας είχε αργότερα πολύ θετικά αποτελέσματα σε όλους τους τομείς, αλλά εδώ αναφέρομαι στον πρώτο καιρό, στην μεγάλη τραγωδία. Όπως έγραφε ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Οι πρεσβύτεροί μας βούλιαξαν στο λιμάνι της Σμύρνης όχι μόνο τις δυνάμεις τους, αλλά και τα ιδανικά τους, και την αυτοπεποίθησή τους. Στα 1922 έπαυσαν να έχουν εμπιστοσύνη στην Ελλάδα.» [1]
Πράγματι επρόκειτο για μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για τη χώρα μας, που βρισκόταν ουσιαστικά σε πόλεμο επί μια δεκαετία, από το 1912 με τους Βαλκανικούς Πολέμους, κατόπιν τον Πρώτο Παγκόσμιο, τη συμμετοχή τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1919 στην εκστρατεία των συμμάχων στην Ουκρανία εναντίον των μπολσεβίκων και την απόβαση του ελληνικού στρατού στις 2/15 Μαΐου 1919 στη Σμύρνη, όπου και παρέμεινε, πολεμώντας το μεγαλύτερο διάστημα, ως το 1922. Ήταν επίσης βαθιά διχασμένη ανάμεσα στους βασιλικούς και τους βενιζελικούς. Προβλήματα πολιτειακά, πολιτικά, οικονομικά, ιδεολογικά δημιουργούσαν μεγάλες αναταράξεις στη χώρα.
Η εκστρατεία στη Mικρά Aσία και ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από τα χώματα της Ιωνίας, όπου ζούσε για χιλιάδες χρόνια, αποτέλεσαν από πολύ νωρίς θέμα μιας πολύ μεγάλης σειράς δημοσιευμάτων δημοσιογραφικών, ιστορικών, και λογοτεχνικών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η λογοτεχνία άρχισε να προσεγγίζει το θέμα αυτό κυριολεκτικά από την επομένη της Καταστροφής, με πρώτο ίσως τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος σε εκείνες τις τραγικές ώρες, στις 3 Νοεμβρίου 1922, έγραψε: «Το τραγούδι των προσφύγων», θέλοντας να προβάλει την ιδέα της ενότητας των Ελλήνων:
Η Ελλάδα μια, ακομμάτιαστη και αμέτρητη Μητέρα,
μια των Ελλήνων και η ψυχή». [2]
Μάλιστα η τεράστια επίδραση της Mικρασιατικής Kαταστροφής στη διαμόρφωση της ελληνικής πνευματικής ζωής από τα χρόνια του μεσοπολέμου έχει ήδη αναγνωριστεί στην ιστορία της λογοτεχνίας μας: Όπως γράφει ο Λίνος Πολίτης σχετικά με τη Γενιά του Τριάντα: «Ένα γεγονός άσκησε μεγάλη επίδραση στους λογοτέχνες της γενιάς αυτής, γεγονός που ρίχνει τη βαριά σκιά του σε όλη τη μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή και σε όλη την πνευματική και την κοινωνική οργάνωση: η Mικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε. Iδέες και όνειρα που έτρεφαν τις προηγούμενες γενιές για την αποκατάσταση του ελληνισμού στα πρωτυτερινά όρια του βυζαντινού κράτους, κατέρρευσαν μονομιάς τον Σεπτέμβριο του 1922, και μια καινούρια τραγικότητα και σοβαρότητα αντικατέστησαν τον προγενέστερο κάπως χιμαιρικό ρομαντισμό. H γενιά του 30 εκφράζει στη λογοτεχνία την καινούρια αυτή ωρίμανση.» [3]
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του γεννημένου στα Βουρλά της Σμύρνης Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος στην ποιητική συλλογή του Μυθιστόρημα (1935) εμπνέεται κυρίως από το 1922, συνθέτοντας μια νέα Οδύσσεια όπου συνδυάζονται ποιητικά οι μύθοι με την Ιστορία. Αλλά και γενικότερα στην ποίησή του αποτυπώνεται το ψυχικό κλίμα της καταστροφής, της απώλειας, του καταποντισμού των ονείρων και των ιδανικών του Ελληνισμού και της ιδεολογικής, συναισθηματικής και κοινωνικής διάλυσης που ακολούθησαν τη συμφορά του 1922. Το μέγεθος αυτής της συμφοράς διατυπώνεται επιγραμματικά σε δυο στίχους από το ποίημά του «Kίχλη» (1946):
«Tα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε
να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·»[4]
Ωστόσο, στόχος της ανακοίνωσής μου δεν είναι να μιλήσω για την ποίηση αλλά να δώσω μια συνολική εικόνα της παρουσίας της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία στο διάστημα ακριβώς των εκατό χρόνων, 1922-2022.
Επέλεξα να μιλήσω μόνο για την πεζογραφική παραγωγή, επειδή, σε αντίθεση με τα άλλα δύο θέματα που προανέφερα ─ το Εικοσιένα και το Σαράντα ─, το θέμα της Καταστροφής και της άφιξης των προσφύγων αναπτύχθηκε ιδίως στην πεζογραφία. Αυτό συνέβη ίσως γιατί ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος, αν και ισχυρότερος στην επιρροή του στο συναίσθημα των αναγνωστών, υστερούσε στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων, στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών, στη δημιουργία έντονων εικόνων ζωής, στην προβολή αυτής της τραγωδίας με καταγγελτικό τρόπο και στη διατήρηση μιας καθαρής περιγραφής των χαμένων πατρίδων στη μνήμη.
Στο ερώτημα ποιοι έγραψαν για τη Μικρασία πρέπει να επισημάνω ότι ο κατάλογος είναι μακρύς όχι μόνο σε αριθμό συγγραφέων αλλά και σε χρονική διάρκεια και σε αριθμό έργων, διότι το βιωματικό και ιστορικό υλικό, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά κυρίως σε έργα μαρτυρίας, μετασχηματίστηκε σταδιακά σε έναν από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς μύθους του νεότερου Eλληνισμού. Ιδιαίτερα τις επετειακές χρονιές, στα είκοσι, σαράντα, πενήντα χρόνια από το 1922, φτάνοντας ακόμη και στην επέτειο των εκατό χρόνων, νέα πεζογραφήματα δημοσιεύονται. Εκδόσεις όμως με ανάλογο θέμα μπορούμε να σταχυολογήσουμε και σε άλλες μη επετειακές χρονιές. Δεν έχουν όλα τα σχετικά έργα υψηλή αισθητική αξία αλλά καθώς αναφέρονται σε ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός, παρουσιάζουν ενδιαφέρον και προκαλούν συγκίνηση στον αναγνώστη. [5]
Πρώτα, λοιπόν, έγραψαν αυτοί που βίωσαν τη μεγάλη περιπέτεια: οι Έλληνες της Mικράς Aσίας, της Θράκης και του Πόντου, οι Έλληνες στρατιώτες στην Aνατολή, αλλά και οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου που δέχτηκε το μεγάλο κύμα των προσφύγων. Aπό αυτόν τον κόσμο ξεπήδησαν οι συγγραφείς και οι ήρωες των έργων. Μάλιστα ως τη δεκαετία του 1990 περίπου, δηλαδή 70 χρόνια μετά τη μεγάλη «Έξοδο», μπορούμε να πούμε ότι οι συγγραφείς ήταν αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων έστω και σε παιδική ηλικία.
Οι κυριότεροι πεζογράφοι που ήρθαν στην Ελλάδα στη διάρκεια του μεσοπολέμου από την Ανατολική Θράκη και την Μικρά Ασία ήταν ο Aντώνης Bουσβούνης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Θράσος Kαστανάκης, ο Mενέλαος Λουντέμης, ο Πέτρος Πικρός, η Tατιάνα Σταύρου και η Mαρία Iορδανίδου από την Kωνσταντινούπολη, από τη Σμύρνη ο (γεννημένος στην Αθήνα) Kοσμάς Πολίτης και ο Παύλος Φλώρος, από το Aϊβαλί (Kυδωνίες) ο Hλίας Bενέζης και ο Φώτης Kόντογλου, ενώ ο Tάσος Aθανασιάδης γεννήθηκε στο Σαλιχλί (Σάρδεις της αρχαίας Λυδίας), ο Στρατής Δούκας στα Mοσχονήσια, η Ιφιγένεια Χρυσοχόου στη Μενεμένη και η Διδώ Σωτηρίου στο Aϊδίνι. [6] Άλλοι από τους συγγραφείς ήταν στρατιώτες που συμμετείχαν στην εκστρατεία και ελλαδίτες λογοτέχνες, όπως ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ή ο Στράτης Mυριβήλης από τη Mυτιλήνη, ο οποίος έζησε τη Mικρασιατική Καταστροφή και ως στρατιώτης αλλά και ως μέλος του πληθυσμού ενός νησιού που λόγω θέσης ήταν από τα πρώτα ελλαδικά εδάφη που δέχτηκαν μεγάλο αριθμό προσφύγων.
Αλλά και από τους μεταγενέστερους λογοτέχνες αρκετοί ήταν και είναι απόγονοι Μικρασιατών που διατήρησαν τις αναμνήσεις εκείνων και στήριξαν το έργο τους στα βιώματα και τις διηγήσεις τους. Το θέμα πάντως, δεν έπαψε ως τις μέρες μας να απασχολεί και ελλαδίτες δημιουργούς.
Αν τώρα κάνουμε μια προσεκτική περιδιάβαση στο πλήθος των πεζογραφημάτων, θα διαπιστώσουμε πολλά κοινά χαρακτηριστικά περίπου ως το τέλος του 20ου αιώνα, ενώ στα επόμενα χρόνια παρουσιάζονται ουσιαστικές αλλαγές. Στη μεγάλη παραγωγή των πρώτων χρόνων λοιπόν οι θεματικοί άξονες είναι τρεις: 1) Η αναπαράσταση της Καταστροφής, 2) η απεικόνιση της ζωής στη Μικρασία, 3) η παρουσίαση της προσφυγικής περιπέτειας.
Επιπλέον, ενώ κάθε θεματικός άξονας έχει τα δικά του ιδιαίτερα στοιχεία, ένα σημαντικό θεματικό μοτίβο κυριαρχεί στα παλαιότερα έργα: η παρουσίαση της ζωής στη Μικρασία και της Καταστροφής ως γεγονότα ξεκομμένα από τη ροή της ελληνικής ιστορίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι, κυρίως σαν ένας περίκλειστος/περιχαρακωμένος κόσμος, ένας Παράδεισος αρχικά, που περιέχει τη ζωή στις ιδιαίτερες πατρίδες των ηρώων και κατόπιν μια κατάβαση στην Κόλαση, δηλαδή ο ξεριζωμός και η προσφυγιά στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι δεν προέχει η παρουσίαση της επικοινωνίας των Ελλήνων από τις δύο πλευρές του Αιγαίου όσο η διατήρηση και η προβολή της ζωής που ζούσαν οι Μικρασιάτες στην ιδιαίτερη πατρίδα τους και των τραγικών περιστατικών που οδήγησαν στο τέλος αυτής της ζωής.
Ακόμη, ένας χαρακτηριστικός τρόπος γραφής, που επανειλημμένα εμφανίζεται στη σχετική με τη Μικρασιατική Καταστροφή πεζογραφία, είναι ο τρόπος της προσωπικής μαρτυρίας. Είναι γεγονός ότι συχνά οι πρώτοι χρονολογικά συγγραφείς κατέθεταν την προσωπική τους εμπλοκή στο δράμα, σε μια γενναία (επειδή αποκάλυπταν τραγικές προσωπικές περιπέτειες) προσπάθεια να παρουσιάσουν τι ακριβώς τους συνέβη. Και βέβαια το ατομικό βίωμα αντικατοπτρίζει την κοινή τραγωδία, δημιουργώντας πανανθρώπινα παραδείγματα και αλησμόνητες εικόνες ζωής.
Tην πρωταρχική θέση της μαρτυρίας υπογραμμίζει το γεγονός ότι αρκετοί από τους συγγραφείς όχι μόνο έζησαν τα γεγονότα αλλά και κατέθεσαν τα βιώματά τους και σε άλλα κείμενα εκτός από λογοτεχνήματα. Δύο παραδείγματα από τα πρώτα χρόνια μετά το 1922 είναι ενδεικτικά αυτής της διπλής τάσης: αφενός της αφήγησης που στηρίζεται ως ένα βαθμό στη μυθοποίηση και τη φαντασία και αφετέρου εκείνης που μνημονεύει αποκλειστικά πραγματικά γεγονότα. Ο Ηλίας Βενέζης πρωτοδημοσίευσε το 1924 το πασίγνωστο Το Νούμερο 31328, σε α΄ μορφή, ως χρονικό της αιχμαλωσίας του, στην εφημερίδα της Μυτιλήνης Καμπάνα, ενώ στις αλλεπάλληλες επόμενες εκδόσεις, αρχίζοντας από το 1931, το παρουσίασε σε ολοένα και πιο επεξεργασμένη καλλιτεχνικά μορφή. Χρονικό ήταν και το μεταγενέστερο βιβλίο του Μικρασία Χαίρε. O ελλαδίτης Παντελής I. Kαψής στον Πρόλογο του μυθιστορήματος του H Aρχοντοπούλα της Σμύρνης τόνιζε ότι «Tο ιστορικό μέρος της “Aρχοντοπούλας” είναι αυθεντικόν· είναι μέρος των αναμνήσεων του συγγραφέως, ο οποίος είχε την … τραγικήν ευτυχίαν να αποβιβασθή πρώτος εις Σμύρνην άμα τη υπογραφή της ανακωχής και να παρακολουθήση όλην την Mικρασιατικήν εκστρατείαν εγκαταλείψας το Mικρασιατικόν έδαφος μαζί με τους τελευταίους Έλληνας στρατιώτας.» [7] Ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε και το βιβλίο Δημοσιογραφικαί αναμνήσεις. Πώς επήγαμε στη Σμύρνη και πώς εφύγαμε (1934).
Εξίσου όμως χρησιμοποιούσαν τις μαρτυρίες άλλων στα λογοτεχνικά τους κείμενα. Ο Στρατής Δούκας αφηγείται στην Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) την μαρτυρία του Νικόλα Καζάκογλου ή η Διδώ Σωτηρίου στα Ματωμένα χώματα (1962), στηρίζεται στις αναμνήσεις του Μανόλη Αξιώτη. Στόχος όλων ήταν να δείξουν την αυθεντικότητα των ιστοριών τους, ότι δηλαδή μιλούσαν για πραγματικά ιστορικά γεγονότα και όχι για μυθοπλασία.
Την ίδια εποχή με ένα άλλο θεματικό μοτίβο υπογραμμίζεται ο εξευτελισμός του ανθρώπου: προβάλλεται συνεχώς το πάσχον σώμα, το σώμα αντικείμενο τρομακτικών βασανιστηρίων, γιατί στα πεζογραφήματα αυτού του είδους κυριαρχεί το δράμα, η φρίκη, ο τρόμος, η αδικία.
Περνώ τώρα στον δεύτερο θεματικό άξονα, στη νοσταλγική αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στη Mικρά Aσία. Στο θέμα αυτό η ζωή μυθοποιείται ως ζωή σε έναν χαμένο παράδεισο. Ο Βενέζης στην Αιολική γη (1943), εύστοχα χρησιμοποιεί ένα παιδί ως αφηγητή ακριβώς για να δώσει έναν τόνο παραμυθιού στην ιστορία του.
Και στην πρώτη και στη δεύτερη θεματική, που ανέφερα, πρωταγωνιστεί η Σμύρνη, που ζωντάνεψε με εξαιρετική επιτυχία στο μυθιστόρημα Στου Χατζηφράγκου (1962) του Κοσμά Πολίτη. Η πόλη αυτή μέσα σε μια μεγάλη σειρά μυθιστορημάτων καθιερώθηκε ως σύμβολο της πλούσιας ζωής και κατόπιν της μεγάλης καταστροφής, του θανάτου τόσων αθώων ανθρώπων και της αναλγησίας των Ξένων Δυνάμεων, όπως ακριβώς πριν από τη λογοτεχνία αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες και στα σύντομα ντοκυμαντέρ εκείνης της εποχής. Αυτή η «μαγεία» της Σμύρνης, η μαγεία της Ανατολής θα διατηρηθεί και θα ενταθεί σε νεότερα ευπώλητα μυθιστορήματα.
Τέλος, ο τρίτος θεματικός άξονας, όπως προανέφερα, είναι η παρουσίαση της ένταξης των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο, με όλες τις τεράστιες δυσκολίες που αρχικά αντιμετώπισαν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα έργων αυτής της θεματικής είναι η Γαλήνη (1939) του Βενέζη και Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) του Μυριβήλη. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι παλαιότερα το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της θεματικής ήταν η στήριξη των επιμέρους ιστοριών σε αλλεπάλληλες αντιθέσεις, όπως προηγούμενη ευτυχισμένη ζωή / τραγωδία της καταστροφής, καλοί / κακοί ήρωες, πρόσφυγες / Ελλαδίτες, Έλληνες / Τούρκοι, όμορφη μικρασιατική γη / ξερό ελλαδικό τοπίο, πλούτος / φτώχεια. Εννοείται ότι η αξιολόγηση καλό / κακό άλλαζε φορά ανάλογα με το αν ο συγγραφέας ήταν πρόσφυγας ή ελλαδίτης. Εδώ αναδεικνύεται και το σύμβολο του ριζώματος στα νέα χώματα.
Είναι βέβαια προφανές ότι υπάρχουν μυθιστορήματα στα οποία συνδυάζονται και τα τρία αυτά θέματα.
Καθώς όμως περνούν τα χρόνια και η ένταση του πρώτου καιρού αμβλύνεται, το ζήτημα της Μικράς Ασίας στην πεζογραφία εξετάζεται σφαιρικότερα και στοχαστικότερα ενώ αρχίζουν να διαγράφονται αρκετές διαφορές στην προσέγγισή του. Οι συγγραφείς, ακόμη και οι αυτόπτες μάρτυρες των τραγικών γεγονότων, σε μεγαλύτερη πλέον ηλικία και απόσταση από εκείνη την εποχή, ενδιαφέρονται να αποτυπώσουν πλατύτερες εικόνες ζωής ή να δώσουν όχι μόνο την προσωπική τους μαρτυρία αλλά και την ερμηνεία για τα όσα συνέβησαν. Αυτό για παράδειγμα, παρατηρούμε σε τρία βιβλία που εκδόθηκαν το 1962: στα Ματωμένα χώματα της Διδώς Σωτηρίου διερευνώνται οι πολιτικές ευθύνες για την Καταστροφή, στο Αϊβαλί του Φώτη Κόντογλου προβάλλεται εντονότερα η άλλοτε ειρηνική συνύπαρξη των δύο λαών, ενώ στο Στου Χατζηφράγκου του Κοσμά Πολίτη αποτυπώνεται με συγκίνηση ο πολυφωνικός κοσμοπολιτισμός της Σμύρνης. Είχε προηγηθεί βέβαια το 1958 η καταγγελία της Εύας Βλάμη για την ελλιπή φροντίδα των προσφύγων στην προσπάθεια εγκατάστασής τους στην Ελλάδα στο μυθιστόρημά της Tα όνειρα της Aγγέλικας.
Επιπλέον στον τρίτο άξονα, αυτόν της περίθαλψης και ενσωμάτωσης των προσφύγων, καθώς περνούν οι δεκαετίες, δεν διεκτραγωδείται πλέον η δύσκολη αυτή διαδικασία αλλά προβάλλεται η σημασία της παρουσίας τους στην Ελλάδα και η συμβολή τους στην ανάπτυξη του τόπου. Ο Μικρασιάτης Τάσος Αθανασιάδης, στα Παιδιά της Νιόβης απέδωσε την επιτυχία των προσφύγων να ριζώσουν στη νέα τους πατρίδα στην «ιωνική ιδιοφυΐα», δηλαδή στα πνευματικά και ψυχικά προσόντα τους, αλλά και στην αλληλοβοήθεια, την άμιλλα και τη μεταξύ τους συμπαράσταση. Στην πεζογραφία προβάλλεται επίσης η διαμόρφωση νέων συνοικισμών και η αλλαγή του προσώπου της πρωτεύουσας, με βιομηχανικές περιοχές, όπως η Νέα Ιωνία, που την πρόβαλε συνεχώς στην πεζογραφία του ο Γιώργος Μιχαηλίδης. [8] Ανάλογα ο Γιώργος Ιωάννου τιτλοφόρησε βιβλίο πεζογραφημάτων του για τη Θεσσαλονίκη, που δέχτηκε μεγάλο μέρος του προσφυγικού πληθυσμού, Η πρωτεύουσα των προσφύγων (1984).
Ακόμη, κυρίως από τα τέλη του 20ού αιώνα, η Μικρασιατική Καταστροφή εντάσσεται από τους νεότερους συγγραφείς μέσα στη συνολική ελληνική ιστορία και κατ’ επέκταση την ευρωπαϊκή. Μερικοί δημιουργοί συνεχίζουν να γράφουν στα ίδια χνάρια των παλαιότερων, που είχαν ζήσει την τραγωδία του 1922, συμμετέχοντας στη διαμορφωμένη παράδοση, είτε είναι απόγονοι προσφύγων και στηρίζονται στις διηγήσεις και μνήμες εκείνων είτε όχι. Άλλοι όμως εκφράζουν μια αναστοχαστική άποψη πάνω στο θέμα.
Αρχίζουν λοιπόν να παρουσιάζονται λογοτεχνικά έργα που αναφέρονται στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας, όχι ως ένα αποκομμένο ζήτημα, ένα τραύμα, αλλά ως μέρος των πολλών πολεμικών γεγονότων στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στα βιβλία αυτά επισημαίνονται τα λάθη στη στρατιωτική και την πολιτική διαχείριση του θέματος και προβάλλεται με σκληρές εικόνες η γενικευμένη φρίκη του πολέμου, οι τραγικές συνέπειές του και οι επιπτώσεις του στην ψυχολογία των στρατιωτών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα μυθιστορήματα Αναλαμπή (2003) του Νίκου Θέμελη, Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο δεύτερο: Βαλκανικοί – ’22, (2000) του Θανάση Βαλτινού, η τριλογία Άγιοι έρωτες (2011, 2013, 2018) του Γιώργου Μιχαηλίδη και η συλλογή διηγημάτων Γκιακ (2014) του Δημοσθένη Παπαμάρκου.
Κύριο χαρακτηριστικό των νεότερων πεζογραφημάτων είναι η σύγκλιση: πολιτισμοί, θρησκείες, άνθρωποι αναδεικνύουν κυρίως τα κοινά τους σημεία και όχι τις διαφορές τους. Το στοιχείο αυτό δεν έλειπε από τα προηγούμενα έργα αλλά η ένταση της αφήγησης των τρομερών ιστορικών γεγονότων δεν επέτρεπε την προβολή τους. Στα σύγχρονα έργα, για παράδειγμα, παρουσιάζεται εμφατικά η συμφιλίωση των παλαιών εχθρών, Ελλήνων και Τούρκων μέσω μιας άλλοτε απόλυτα απαγορευμένης αγάπης, για λόγους φυλετικών και θρησκευτικών διαφορών (ενδεικτικά στο Καιρός για θαύματα (2005) του Κώστα Ακρίβου ή το Ένα κομματάκι ουρανός (2000) της Κατερίνας Ζαρόκωστα). Προβάλλεται επίσης η διερεύνηση των γεγονότων από τη σκοπιά του Άλλου/ του Τούρκου, είτε τα γεγονότα αφορούν στην ειρηνική συνύπαρξη πριν από το 1922, είτε στο ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, το 1923, όταν και οι Τούρκοι έχασαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Χαρακτηριστικά νεότερα παραδείγματα είναι του Βαγγέλη Μαυρουδή, Επιστροφή στη Σμύρνη (2010, 2011) και της Μάρως Δούκα, Αθώοι και φταίχτες (2004). Γίνεται επίσης προσπάθεια διερεύνησης αμφιλεγόμενων προσωπικοτήτων, όπως του Αριστείδη Στεργιάδη, ύπατου Αρμοστή στη Σμύρνη (Σωτηρίας Μαραγκοζάκη, Ο ύπατος της Σμύρνης, 2012). Επιπλέον, σήμερα, ανθίζουν οι ιστορίες που διαδραματίζονται στην Ανατολή, είτε μεταφέροντας τον αναγνώστη σε ένα μακρινό ή εγγύτερο παρελθόν, αγγίζοντας ακόμη και τα όρια του μύθου, είτε προβάλλοντας μέσω σύγχρονων ιστοριών την ειρηνική συνύπαρξη και φιλία των λαών.
Συμπερασματικά, λοιπόν, για τη λογοτεχνία μας η Μικρασιατική Καταστροφή είχε ως θετικά αποτελέσματα πρώτα την είσοδο ενός αξιόλογου αριθμού προσφύγων, που είτε είχαν ήδη αρχίσει τη λογοτεχνική τους σταδιοδρομία στις ιδιαίτερες πατρίδες τους είτε ασχολήθηκαν μετά τον ερχομό τους με τη λογοτεχνία. Δεύτερο θετικό αποτέλεσμα συναφές με το πρώτο ήταν η δημιουργία και η διαρκής ως τις μέρες μας παρουσία του λογοτεχνικού θέματος για τις Χαμένες Πατρίδες με τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά που σας παρουσίασα σε αδρές γραμμές. Θέμα μάλιστα που κατά την άποψή μου διατηρεί ακόμη ένα μεγάλο δυναμισμό, καθώς δεν αναπαράγει μόνο μοτίβα και σύμβολα παγιωμένα από παλαιότερα πασίγνωστα έργα αλλά και αποτελεί πλέον στη λογοτεχνία πεδίο εθνικού αναστοχασμού.
Τα παλαιότερα έργα, όπως του Η. Βενέζη, του Στρ. Μυριβήλη, της Δ. Σωτηρίου, διατηρούν ένα σταθερό κοινό, ενώ γράφονται και πολλά νέα. Η ανανέωση της θεματικής τους προσεγγίζει ένα καινούριο αναγνωστικό κοινό, καθώς ο διαφορετικός φωτισμός των γεγονότων που επιχειρούν και η διερεύνηση άλλων πτυχών του θέματος της Μικράς Ασίας και της Καταστροφής τα συνδέει με σύγχρονα ζητήματα, όπως η πολυπολιτισμικότητα, η διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, η εξάπλωση της βίας, η καταπολέμηση του ρατσισμού, η ανεξιθρησκεία. Στα ζητήματα αυτά η πεζογραφία με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή, καθώς αναφέρεται σε ένα μείζον τραγικό ιστορικό γεγονός προβάλλει σταθερά τις ανθρωπιστικές αξίες.
ΠΗΓΕΣ – ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
[1] Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο πνεύμα, Κ. Θ. Δημαράς (επιμ.), Αθήνα, Ερμής, 1973, σ. 63.
[2] Κωστής Παλαμάς, «Το τραγούδι των προσφύγων», Άπαντα, τ. Ζ΄. Μπίρης, Αθήνα χ.χ., σ. 559- 562, οι στίχοι στη σ. 561.
[3] Λίνος Πολίτης, Iστορία της Nεοελληνικής Λογοτεχνίας. M.I.E.T., Aθήνα 1978, σ. 302.
[4] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα. Ενδέκατη έκδοση. Ίκαρος, Αθήνα 1977, σ. 219.
[5] Για το θέμα αυτό βλ. προηγούμενες σχετικές εργασίες μου: Έρη Σταυροπούλου, «Πρόσφυγες και λογοτεχνία», Η αττική γη υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22. Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2006, σ. 56-69.─ «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία (συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις)» Πρακτικά 5ου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 2–5 Οκτωβρίου 2014): Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία, τομ. Γ΄. Επιμέλεια Κωνσταντίνος Α. Δημάδης. Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2015, σ. 379-395. ─ «Η μυθική και η ιστορική διάσταση του 1922 στη σύγχρονη πεζογραφία», Επίλογος, Αθήνα 2022. Βλ. και Γιώργος Περαντωνάκης, «Εκατό χρόνια μετά το 1922: λογοτεχνία και μνήμη», BookPress, 7.4.2022
https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/15344-ekato-xronia-meta-to-1922-logotexnia-kai-mnimi-perantonakis?fbclid=IwAR21mJLWev2PBNulMWM08R9iuQt8pI0umxf54SEMZ77NwfzIVXDuDM2O9F4
[6]H παράθεση ορισμένων ονομάτων, με πηγή την οκτάτομη Mεσοπολεμική πεζογραφία. Aπό τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939). Eκδόσεις Σοκόλη, Aθήνα 1993, επιτρέπει μια συγκριτική μέτρηση. Aπό τους 53 μεσοπολεμικούς συγγραφείς που ανθολογούνται, οι 13, τα ονόματα των οποίων παραθέτω, προέρχονται από τη Mικρά Aσία και τη Θράκη.
[7] Παντελής I. Kαψής, H Aρχοντοπούλα της Σμύρνης. Tυπογραφικά Kαταστήματα «Aκροπόλεως», 1927, σ. 7.
[8] Βλ. ενδεικτικά την τριλογία του Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας (1999, 2002, 2004).
Μπορείτε να παρακολουθήσετε την ομιλία της κας Σταυροπούλου στο βίντεο της εσπερίδας, στον παρακάτω σύνδεσμο στο κανάλι του Δήμου Καισαριανής στο YouTube:
Περισσότερες πληροφορίες για την εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Τις υπόλοιπες ομιλίες της εσπερίδας του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Η ομιλία της κας Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Ομότιμης Καθηγήτριας Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών:
Η ομιλία της κας Τόνιας Καφετζάκη, Δρ. Κοινωνιολογίας Παντείου Παν/μίου, Συγγραφέας του “Προσφυγιά & Λογοτεχνία”:
Η ομιλία του κου Αντώνη Νικολόπουλου (Soloup):