περισσότερα...

Generic selectors
Exact matches only
Search in title
Search in content
Post Type Selectors
Search in posts
Search in pages
Filter by Categories
1922-2022
5η Συνάντηση Μονοπατιών
Newsflash
Slider
Ανοικτές Δημόσιες Διαδικασίες
Διαρκές Συνέδριο 2022
Ειδήσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις
Εκδηλώσεις και Δράσεις
Εκδηλώσεις Πολιτιστικού Κέντρου
Εκδόσεις
Επικαιρότητα
Εσπερίδες
Οικονομικά Στοιχεία Δήμου
Ομιλίες Εσπερίδων
Πολιτική Προστασία
Προμήθειες - Έργα - Μελέτες
Προσλήψεις
Παρασκευή, 29 Μαρτίου | 8:44πμ

«Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη από τον 19ο αιώνα μέχρι το 1922. Μικρασιάτες συγγραφείς και θεατράνθρωποι στη θεατρική ζωή της Αθήνας»

Ομιλία της κας Χρυσόθεμις Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Ομότιμης Καθηγήτριας Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Αθηνών στην εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες»

Η κα Χρυσόθεμις Σταματοπούλου – Βασιλάκου, Ομότιμη Καθηγήτρια Θεατρολογίας, Ιστορίας & Βιβλιογραφίας του Νεοελληνικού Θεάτρου του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η κα Χρυσόθεμις Σταματοπούλου – Βασιλάκου, Ομότιμη Καθηγήτρια Θεατρολογίας, Ιστορίας & Βιβλιογραφίας του Νεοελληνικού Θεάτρου
του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

            Αξιότιμε κ. Δήμαρχε Καισαριανής,

            Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,

            Κυρίες και Κύριοι,

Με την ευκαιρία του εορτασμού για τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή ,θα σας παρουσιάσω μία σημαντική πτυχή της καλλιτεχνικής ζωής στη Σμύρνη μέχρι το 1922 και τη συνέχειά της στη θεατρική ζωή της Αθήνας μετά την καταστροφή.     

Η θεατρική ζωή στη Σμύρνη των νεότερων χρόνων αρχίζει με την εκεί εγκατάσταση  Ευρωπαίων (Γάλλων κυρίως, αλλά και Άγγλων, Ολλανδών, Ιταλών) εποίκων, τον 16ο αιώνα, λόγω της παραχώρησης οικονομικών προνομίων (των γνωστών διομολογήσεων) από τον Σουλεϊμάν τον Α΄ (1494-1566). Από τότε η Σμύρνη, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ανατολής, γνωρίζει μεγάλη οικονομική ακμή, απόρροια της οποίας είναι και η αντίστοιχη πολιτιστική, συνεπώς και η θεατρική. Η τουρκική θεατρική παράδοση είχε ως τότε να επιδείξει μόνο τους μίμους-αφηγητές (meddah ή mukallit) και το Θέατρο Σκιών με ήρωα τον Καραγκιόζη.

Οι Ευρωπαίοι αστοί, που φτάνουν στη Σμύρνη, φέρνουν μαζί τους και το θέατρο, το οποίο – στις περισσότερες από τις χώρες τους – έχει ήδη περάσει στη φάση της Αναγέννησης. Η τοπική ελληνική αστική κοινωνία υποδέχεται με ενθουσιασμό τα ευρωπαϊκά ήθη, παρακολουθεί τους τρόπους διασκέδασης και συμμετέχει ενεργά σ’ αυτούς.  Γεύματα, χοροεσπερίδες και συναυλίες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, μαζί με τις  – ερασιτεχνικές ακόμα – θεατρικές παραστάσεις που δίνονται σε ιδιωτικούς χώρους έως το 1775, αλλά και τα ιδιαιτέρως δημοφιλή θεάματα τσίρκου.

Ως πρώτη παράσταση στη Σμύρνη η έρευνα θεωρεί – μέχρι σήμερα – εκείνη με το έργο «Νικομήδης»του Κορνέιγ, που δόθηκε μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στο Γαλλικό Προξενείο τις απόκριες του 1657, (ας σημειωθεί ότι το έργο είχε παιχτεί στη Γαλλία μόλις το 1651). Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης  D’ Arvieux περιγράφει: Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί έπαιξαν σαν επαγγελματίες. Στα διαλείμματα της παράστασης οι θεατές είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν άσματα και γλυκίσματα, κουφέτα όλων των ειδών και αναψυκτικά, ενώ μετά το τέλος της ακολούθησε πλούσιο δείπνο και οινοποσία, με αποτέλεσμα μάλιστα κάποιοι από τους υψηλούς προσκεκλημένους του Γάλλου Πρόξενου να μεταφερθούν «σηκωτοί» στα σπίτια τους.

Η επίδραση της θεατρικής αυτής παράστασης υπήρξε σημαντική για την τοπική κοινωνία. Κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, δόθηκαν χοροεσπερίδες και έγιναν πολλές γιορτές, πρωτόφαντα γεγονότα για την εκεί κοινωνία που βρισκόταν στο μεταίχμιο της ανατολικής παράδοσης και των δυτικών νεωτερισμών.

Άλλες μεταγενέστερες μνείες που έχουμε για θεατρικές παραστάσεις στη Σμύρνη είναι το 1747. Πρόκειται για μία παράσταση Εβραίων ερασιτεχνών με το έργο «Ο θάνατος του Αμάν» για την οποία δεν διευκρινίζεται αν δόθηκε δημόσια ή σε ιδιωτικό χώρο. Η πρώτη δημόσια παράσταση από Ευρωπαίους ερασιτέχνες φαίνεται να δίνεται ανάμεσα στο 1775 και το 1785 σε ειδικά διαμορφωμένο θέατρο, με το έργο του Βολταίρου «Ο θάνατος του Καίσαρος», ενώ το 1797 πληροφο­ρούμαστε ότι «εις το κονσολάτον των βενετζιάνων εγίνετο ένα θέατρον» και η είσοδος στοίχιζε έναν παρά.

Με τη θεατρική ζωή της Σμύρνης συνδέεται και μια από τις μεγαλύτερες σφαγές του ελληνικού πληθυσμού της πόλης, που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «ρεμπελιό της Σμύρνης». Στις 4 Μαρτίου του 1797 ο θίασος σχοινοβατών και παντομίμας του Βενετσιάνου Φρασκάρα έδινε παράσταση σε τσίρκο που είχε στηθεί στην περιοχή Κοπριές.

Όπως περιγράφει ο Χ. Σολομωνίδης στο έργο του Το θέατρο στη Σμύρνη (1657-1922): «Μερικοί «τζαμπατζήδες» Ζακυνθινοί και Κεφαλλήνες ναύτες, Ενετοί υπήκοοι, θέλησαν να υπερπηδήσουν το ξύλινο περίφραγμα του τσίρκου και να μπουν μέσα, χωρίς να πληρώσουν. Εμποδίστηκαν όμως από τους Γενιτσάρους φύλακες. Ένας από τους διωχθέντες Ζακυνθινούς, ονόματι Πανάς, επιστρέφει σε λίγο και σκοτώνει το Γενίτσαρο φρουρό, που τον είχε διώξει. Στο άκουσμα των πυροβολισμών δημιουργήθηκε πανικός και η παράσταση διεκόπη. Την άλλη μέρα οι Τούρκοι ζήτησαν από τον Πρόξενο της Ενετίας Λουκά Χορτάτζη να τους παραδώσει τον φονέα. Επειδή εκείνος αρνήθηκε, οι Τούρκοι φανατίστηκαν και κατέβηκαν στο Φραγκομαχαλά, όπου ήταν το Βενετσιάνικο Προξενείο.

Εκεί άρχισαν να σφάζουν τους Έλληνες, να λεηλατούν τα καταστήματα, ν’ ατιμάζουν τις γυναίκες και στο τέλος να βάζουν φωτιά στη χριστιανική συνοικία. Η σφαγή και η πυρπόληση θα συνεχιζόταν, αν ένα ρωσικό καράβι, που ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Σμύρνης, δεν έριχνε για εκφοβισμό των Τούρκων δύο κανονιές». Ο Κ. Οικονόμου ανεβάζει τον αριθμό των σφαγιασθέντων σε 6000. Θύμα της καταστροφής υπήρξε σύμφωνα με τον Χ. Σολομωνίδη και το πρώτο θέατρο της Σμύρνης, το οποίο είχαν κτίσει ερασιτέχνες στον Φραγκομαχαλά.

Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλη σφαγή του ελληνικού πληθυσμού της Σμύρνης μετά το 1770, όταν μετά τη ναυμαχία του Τσεσμέ φανατικοί μουσουλμάνοι σφαγίασαν 1.500 Έλληνες, για να ακολουθήσει και τρίτος διωγμός, ο φοβερότερος, το 1821, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, που θα επιφέρει σοβαρό πλήγμα στη σμυρναϊκή ελληνική κοινότητα.

Στο διάστημα των δύσκολων αυτών χρόνων εντοπίζονται μόνο γαλλικές και ιταλικές παραστάσεις ευρωπαίων ερασιτεχνών με έργα κυρίως του Μολιέρου, του Γκολντόνι και του Σκριμπ, ενώ το 1825 παίζεται και το έργο «Αρταξέρξης» του Μεταστάσιου μεταφρασμένο στα ελληνικά.

Από τη δεκαετία του 1840, όταν η πόλη αποκτά το πρώτο μεγάλο θέατρό της, το θέατρο «Ευτέρπη» (1841), 300 θέσεων με δύο σειρές θεωρείων, αρχίζουν να επισκέπτονται τη Σμύρνη συστηματικά γαλλικοί και ιταλικοί μελοδραματικοί θίασοι. Έτσι το θεατρόφιλο κοινό έχει πλέον την ευκαιρία να παρακολουθήσει παραστάσεις επαγγελματικών θιάσων και να απολαύσει μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου. Στη σκηνή του θεάτρου «Ευτέρπη» θα λάμψει και η περίφημη Ιταλίδα τραγωδός Αδελαΐδα Ριστόρι κατά την πρώτη περιοδεία της στην Ανατολή το 1865.

Η σμυρναϊκή ελληνική κοινότητα, από το 1828 και μετά, απομακρυνόμενη από τα εφιαλτικά γεγονότα του 1821, βρίσκει πάλι τη γαλήνη και τους ρυθμούς ανάπτυξής της. Με την επανεγκατάσταση στη γενέθλια γη προσφύγων που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα, παρατηρείται δημογραφική άνοδος του ελληνορθόδοξου στοιχείου, που συμπίπτει με τη γενικότερη αλματώδη αύξηση του πληθυσμού της πόλης. Κίνητρο η εκμετάλλευση των ευκαιριών που προσφέρει η αναγεννώμενη οικονομική ζωή. Οι Έλληνες παίρνουν ξανά στα χέρια τους το εμπόριο και ανασυγκροτούνται, όπως αποδεικνύει ο αριθμός των ελληνικών σχολείων της περιοχής και η έκδοση ελληνικών εντύπων (εφημερίδων και περιοδικών).

Το ελληνικό θέατρο θα κάνει τότε την εμφάνισή του στα πλαίσια των πνευματικών και πολιτιστικών αναζητήσεων της σμυρναϊκής ελληνικής κοινότητας, απόρροια της οικονομικής της ευμάρειας. Η πρώτη ελληνική παράσταση δίνεται στις 3 Φεβρουαρίου 1845, στο θέατρο «Ευτέρπη», από ερασιτέχνες, με την ιταλική κωμωδία ο «Μανιώδης», που είχε μεταφράσει και εκδώσει ο Χ. Μιχαλόπουλος στη Σμύρνη το 1836 και ακολουθεί τον ίδιο μήνα η παράσταση της «Βαβυλωνίας» του Δημήτριου Βυζάντιου, που είχε εκδοθεί στη Σμύρνη το 1841 και 1843.

Η έκδοση του Χάτ-ι Χουμαγιούν (1856) και οι Εθνικοί Κανονισμοί (1860-1862), αναγνωρίζοντας στους χριστιανικούς πληθυσμούς πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα, θα εξασφαλίσουν ελευθερία δράσης στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Μ. Ασίας που, πέρα από τον οικονομικό, θα δώσουν λαμπρούς καρπούς στον κοινωνικό και πνευματικό τομέα.

Κάτω από τις ευνοϊκές αυτές συνθήκες, από το β΄ μισό του 19ου αι. μέχρι τη μεγάλη καταστροφή, η σμυρναϊκή ελληνική κοινότητα θα φθάσει στο απόγειο της ακμής της και μαζί με αυτή και το ελληνικό θέατρο.

Τρεις είναι οι συντελεστές της άνθησης του ελληνικού θεάτρου στη Σμύρνη.

α) οι περιοδεύοντες θίασοι από την Ελλάδα. Οι πρώτοι ελληνικοί επαγγελματικοί θίασοι, απογοητευμένοι από την αρνητική στάση της μεγαλοαστικής κοινωνίας της Αθήνας, που μιμούμενη τα ευρωπαϊκά ήθη, σύχναζε στα ξένα θέατρα, θα αναζητήσουν την τύχη τους στις οικονομικά ακμαίες ελληνικές κοινότητες του μείζονος Ελληνισμού. Άλλωστε η καρδιά της Ελλάδας, εκεί χτυπούσε, εάν σκεφτούμε ότι ο υπόδουλος Ελληνισμός υπερτερούσε αριθμητικά του πληθυσμού της πρωτεύουσας του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1878 ο ελληνικός πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης πλησίαζε τις 300.000 και της Σμύρνης τις 75.000 κατοίκους.

β) οι ντόπιοι ελληνικοί θίασοι επαγγελματικοί και ερασιτεχνικοί. Δημιουργήματα των πιο φιλοπρόοδων στοιχείων από τις πολυποίκιλες συσσωματώσεις (συλλόγους, σωματεία, λέσχες, αδελφάτα κ.ά.), οι ντόπιοι θίασοι θα δώσουν το θεατρικό παρών τους για μικρά χρονικά διαστήματα, ιδιαίτερα όταν απουσιάζουν οι μεγάλοι περιοδεύοντες θίασοι, με σκοπό να ενισχύσουν την ελληνική παρουσία μέσα στο πολυεθνικό περιβάλλον, αλλά τις περισσότερες φορές για να συγκεντρώσουν χρήματα για κοινωφελή έργα. Είναι εντυπωσιακή η κοινωνική αλληλεγγύη που παρατηρείται στο υπόδουλο ελληνικό στοιχείο και τα αποτελέσματά της ήταν ορατά (σχολεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα, νοσοκομεία, οργανωμένη κοινωνική πρόνοια κ.α.),

γ) τρίτος παράγων είναι οι πνευματικοί άνθρωποι της Σμύρνης που με τη συγγραφή, μετάφραση και έκδοση θεατρικών έργων δημιουργούν τη σμυρναϊκή θεατρική λογοτεχνία.

Στη Σμύρνη, το ελληνικό στοιχείο, που μέχρι τότε παρακολουθούσε τις ξένες παραστάσεις, επιθυμούσε διακαώς να αποκτήσει θέατρο ελληνικό. Έτσι από την αρχή αγκάλιασε τους περιοδεύοντες θιάσους, περιέβαλε με αγάπη τους Έλληνες ηθοποιούς και στήριξε με θέρμη την ελληνική σκηνή ως έκφραση πολιτισμού, ως μέσο τόνωσης της εθνικής συνείδησης και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας.

Ο πρώτος περιοδεύων θίασος που επισκέπτεται τη Σμύρνη τον Ιαν. του 1866 είναι ο θίασος του Ιωάννη Μαρκεσίνη, στον οποίο από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς θα προστεθεί ο Διονύσιος Ταβουλάρης, ο μετέπειτα ιδρυτής του θιάσου «Μένανδρος». Λόγω της θερμής υποδοχής του από το εκεί θεατρόφιλο κοινό ο Ταβουλάρης θα επαναλάβει την επίσκεψη και την παραμονή του στην πόλη επί πολλά χρόνια και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, πάντοτε με πολυπρόσωπο και καλά καταρτισμένο δυναμικό και με πλούσιο δραματολόγιο (1866, 1867, 1869, 1872, 1874-75, 1878-79, 1884, 1887, 1888, 1891, 1895, 1898, 1906). Το παράδειγμά του ακολουθεί ο δεύτερος μεγάλος ηθοποιός του 19ου αι., ο Δημοσθένης Αλεξιάδης, που αφήνει και αυτός άριστες εντυπώσεις (1869, 1872-73, 1875-76, 1881-82, 1888, 1889).

Η Σμύρνη θα περιληφθεί στο δρομολόγιο των περιοδειών και άλλων θιάσων: του Μιχαήλ Αρνιωτάκη (1884, 1886), του Νικόλαου Λεκατσά (1884, 1906) και της μεγάλης Κ/πολίτισας ηθοποιού Αικατερίνης Βερώνη, που θα δημιουργήσει στη Σμύρνη ένα σημαντικό μέρος της λαμπρής θεατρικής της καριέρας (1889, 1894, 1895, 1896, 1899, 1904, 1905, 1907, 1908, 1909, 1910, 1911 και το 1912 με το «Σύνδεσμο Ελλήνων Ηθοποιών»).

Η τακτική αυτή θα συνεχιστεί μέχρι τη μεγάλη καταστροφή, με μόνη διακοπή το 1897, λόγω του ελληνοτουρκικού πολέμου.  Οι ελληνικοί θίασοι πρόζας που απαντώνται στη Σμύρνη είναι χρονολογικά οι ακόλουθοι: των Νικόλαου Καρδοβίλλη (1891, 1894, 1901, 1902, 1907, 1909), Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου (1895, 1904, 1905, 1908, 1910), Ευάγγελου Παντόπουλου (1891, 1908), Δημήτριου Κοτοπούλη (1899, 1900, 1903, 1904, 1906), η «Νέα Σκηνή» Κων/νου Χρηστομάνου (1902, 1903), Περικλή Χριστοφορίδη (1903), Ευτύχιου Βονασέρα (1903), Θωμά Οικονόμου (1907 και 1910 με το θίασο της Κυβέλης), Αναστάσιου και Ελένης Απέργη (1907, 1909, 1910, 1911), Ελεωνόρας Λοράνδου (1908), Κυβέλης Αδριανού (1909, 1910, 1911, 1912, 1914, 1919, 1920), Μαρίκας Κοτοπούλη – Τηλέμαχου Λεπενιώτη (1910), Νίκα – Φυρστ (1910, 1914), ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Ηθοποιών» (1911), ο θίασος Ζαχαρία Μέρτικα (1914-1920), Σωτηρίας Ιατρίδου (1920), η Εταιρία του Ελληνικού Θεάτρου (1920) ο θίασος των αδελφών Νέζερ (1922), καθώς και οι άλλοι, ελάσσονες.

Το ρεπερτόριο των θεάτρων της Σμύρνης χαρακτηρίζεται από τεράστια ποικιλία: Από τις σκηνές τους παρελαύνει μεγάλος αριθμός έργων των μεγάλων κλασικών (Σαίξπηρ, Μολιέρου, Γκαίτε, Σίλλερ, Γκολντόνι κ.ά.), του ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού (Αλφιέρι, Μόντι Μεταστάσιου κ. ά. ), διασκευές μυθιστορηματικών δραμάτων που ήταν πολύ της μόδας στα τέλη του 19ου αιώνα (π.χ. «Αι δύο ορφαναί», «Οι δύο λοχίαι», «Η μοσχομάγκα την Παρισίων» κ,ά.), αλλά και ελληνικά έργα του διαφωτισμού ή του ρομαντισμού («Μήδεια»του Ζαμπέλιου, «Γαλάτεια»του Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, κλπ.), χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι πολύπρακτες κωμωδίες των Άγγελου Βλάχου, Νικόλαου Ζάνου , Χαράλαμπου Άννινου κ.ά., αλλά και πολλές μονόπρακτες, απαραίτητες για το κλείσιμο κάθε παράστασης, κατά τη συνήθεια της εποχής.

Πρέπει επίσης να επισημάνουμε την προτίμηση των ερασιτεχνών στην ελληνική δραματουργία και την εύλογη τάση να προτιμάται το ανέβασμα έργων πατριωτικού περιεχομένου σε περιόδους εθνικής έντασης με εμψυχωτικό χαρακτήρα όπως: το 1908 «Ο ήρωας της Μακεδονίας», «Ο Παύλος Μελάς», «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης», το 1909 «Η πτώσις του Γιλδίζ», «Οι λύκοι της Μακεδονίας», ενώ τον Φεβρουάριο 1919,μετά την ανακωχή του Μούδρου και λίγο πριν την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, ο Πατριωτικός Θίασος των Βάσου Αργυροπούλου και Βιργινίας Δελενάρδου ανεβάζει το έργο του Παύλου Νιρβάνα «Προ παντός η πατρίς», με τεράστια επιτυχία.

Πέρα όμως από το «εισαγόμενο» αυτό ρεπερτόριο, η Σμύρνη διαθέτει δικό της πνευματικό δυναμικό, που από τη μετεπαναστατική κιόλας περίοδο θα καλλιεργήσει τη θεατρική λογοτεχνία, στην αρχή με μεταφράσεις και αργότερα με πρωτότυπα έργα και νέες διασκευές.

Μια γενική θεώρηση της θεατρικής εκδοτικής παραγωγής στη Σμύρνη τον αιώνα αυτό, μας επιτρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, έναντι της πρωτότυπης δραματουργίας, υπερτερούν αριθμητικά οι μεταφράσεις, φυσιολογικός πνευματικός καρπός μιας ευκατάστατης κοινωνίας στραμμένης προς τη Δύση για λόγους επαγγελματικούς και αναψυχής, αλλά και αποτέλεσμα των συναναστροφών της με μέλη των ξένων παροικιών, κυρίως Γάλλους και Ιταλούς, στο πλαίσιο οικονομικών συνεργασιών και κοινωνικότητας.

Κύρια θεωρείται λοιπόν η συμβολή των λογίων της Σμύρνης στη μετακένωση της κλασικίζουσας δραματουργίας στην ελληνόφωνη Ανατολή, έργων του Μολιέρου («Ταρτούφος», «Μισάνθρωπος» και «Φιλάργυρος») που μεταφράζονται από τον Σμυρνιό λόγιο Ιωάννη Ισιδωρίδη Σκυλίτση, επίσης έργων του Ρακίνα (όπως  η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι») και του Βολταίρου («Οιδίπους εν Θήβαις» και «Ζαΐρα»).

O «Ορέστης» του Αλφιέρι και ο «Ρουζιέρος» του Μεταστάσιου που μεταφράζεται από τον Σμυρνιό Κωνσταντίνο Αμηρά (Σμύρνη, 1838), καθώς και έργων του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (Ουγκώ, Σίλλερ, Σαίξπηρ) για να μνημονεύσουμε τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ευρωπαϊκής δραματουργίας.

Η πρώτη μνεία πρωτότυπης δραματουργικής συγγραφής τοποθετείται στα 1833 με τη δημοσίευση της πεντάπρακτης τραγωδίας «Ο θάνατος του Έκτορας» του Αργυρίου Καράβα. Το έργο ξανατυπώνεται στη Σμύρνη το 1849 με τίτλο «Η εκδίκησις του Αχιλλέως». Εμπνευσμένο από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπως φανερώνει και ο τίτλος του, το έργο ανήκει στην κατηγορία των αρχαιόθεμων έργων του 19ου αιώνα με πατριωτικοδιδακτική στόχευση.

Δεύτερος που πειραματίζεται στην πρωτότυπη δραματουργία είναι ο νεαρός Ξενοφών Ραφόπουλος ή Ραφτόπουλος ο οποίος στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή συνέγραψε τρία έμμετρα θεατρόμορφα έργα βουκολικού περιεχομένου («Αρετή και Μόσχος», «Ειδύλλιον», «Χελιδόνες»), επίσης ποιήματα που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά της εποχής και ένα μυθιστόρημα «Το φρικτόν λάθος», που αργότερα θα διασκευαστεί σε θεατρικό έργο.

Τρίτος στη σειρά είναι ο Ευαγγελινός Μισαηλίδης, δημοσιογράφος από τα Κούλα της μικρασιατικής Μαγνησίας, ο οποίος τυπώνει το 1845 στο τυπογραφείο της Αμάλθειας την πεντάπρακτη κωμωδία του «Ο ερωτομανής Χατζη-Ασλάνης, ήρως της Καραμανίας». Θέμα του η διακωμώδηση του ηλικιωμένου Χατζή-Ασλάνη, μεγαλέμπορου στη Σμύρνη, αλλά άξεστου επαρχιώτη, που μπλέκεται στον έρωτα με πολύ νεότερή του γυναίκα, με αποτέλεσμα να γίνει στο τέλος αντικείμενο εξαπάτησης και χλευασμού. Σατιρίζεται έτσι ένας ακόμη τύπος εξηνταβελώνη, παράλληλα με τα σμυρναϊκά ελευθέρια ήθη, τη σοφολογιότατη εκπαιδευτική παράδοση της περιοχής, ενώ προσφέρονται επίσης πλούσια δείγματα γλωσσικής σάτιρας, μέσα από την ποικιλία των διαλέκτων που χρησιμοποιούν οι ήρωες.

Το 1851 εκδίδεται από τον Σμυρνιό Σάββα Σαυριάκο, το έμμετρο πεντάπρακτο «Ο θάνατος του Ιησού» με το χαρακτηρισμό «σοσιαλιστική τραγωδία». Το έργο φαίνεται ότι προκάλεσε αντιδράσεις, γι’ αυτό κατασχέθηκε και αποσύρθηκε από τα βιβλιοπωλεία.

Σε γενικές γραμμές οι Σμυρνιοί συγγραφείς κατάθεσαν τη συμβολή τους σε όλα τα είδη του θεατρικού λόγου του 19ου αιώνα. Όσον αφορά την κατηγορία των έργων, που παρέπεμπαν στο ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν, εντάσσονται σε αυτή η τραγωδία ο «Αριστόδημος» του Κωνσταντίνου Ιεροκλή, «Η έξωσις των Πεισιστρατιδών» του Λουκά Νικολαϊδη και η «Ανδρόκλεια» του Αιμίλιου Λόρενς. Στον κύκλο της βυζαντινής θεματολογίας ενδεδυμένα με τον ανάλογο ρομαντικό μανδύα, ανήκουν τα δράματα «Κώνστας ο αδελφοκτόνος» του δημοσιογράφου και λόγιου Μηνά Χαμουδόπουλου, «ο Λάσκαρις»  του Φραγκίσκου Δελαγραμμάτικα και η «Αυτοκράτειρα Σοφία» του Αιμίλιου Λόρενς.

Στο ίδιο κλίμα του ρομαντισμού  εντάσσονται και δύο ακόμη έργα με θεματολογία από την Ενετοκρατία: «Ιωάννης ο Καταλάνος » του Μαρίνου Κουτούβαλη και η θεατρική διασκευή του έπους «Χίος δούλη»  τον Θεόδωρο Ορφανίδη από τον Δημήτριο Βαρδόπουλο (Σμύρνη 1873).

Στην κατηγορία των περιπετειωδών μυθιστορηματικών δραμάτων, που γνώρισαν άνθηση στη θεατρική σκηνή στο β΄ μισό του 19ου αιώνα ανήκουν «Ο μέγας Πέτρος» (1875) του Ν. Φλαμπουριάδη, «Η ορφανή της Σμύρνης» του Γεώργιου Υπερίδη και η «Δάφνη» του Μαρίνου Κουτούβαλη.

Πέρα από την προσπάθεια συγκρότησης εθνικής δραματουργίας η οποία, ακολουθώντας είτε την κληρονομιά του Διαφωτισμού, είτε τις επιταγές του ρομαντισμού,  αποτελούσε το κυρίαρχο ζητούμενο της ελληνικής διανόησης σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ειδικότερα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και στο οποίο, όπως είδαμε, ανταποκρίνονται οι Σμυρνιοί λόγιοι με τη δραματουργική τους γραφή, η σμυρναϊκή δραματουργία εμπλουτίζεται και με μία σειρά ανάλαφρων έργων, πολύπρακτων και μονόπρακτων κωμωδιών και κωμειδυλλίων, απόρροια της φιλοπαίγμονος διάθεσης μιας καλοζωϊσμένης κοσμοπολίτικης κοινωνίας.

Έτσι, εκτός από τον «Ερωτομανή Χατζή-Ασλάνη», που ήδη μνημονεύσαμε, γράφονται οι κωμωδίες: «Αι ζωηραί κοκκόναι της Σμύρνης», «Επί του πλοίου» , «Ιωάννης ο ανόητος σώμαλης», «Ο καλός γαμβρός», «Ο κόντε Πανάδας», «Οι λιμοκοντόροι της Σμύρνης», τα κωμειδύλλια «Οι έρωτες της Νίνας», «Ο εξακουστός μπαρμπέρης», η «Μιράνδα» κ.ά.

Στη Σμύρνη, πέρα από το θέατρο πρόζας, γνωρίζει ημέρες δόξας και το ελληνικό μελόδραμα. Η ελληνική μεγαλοαστική τάξη με τη συνεχή μετάκληση ξένων λυρικών θιάσων είχε εξοικειωθεί με το θεατρικό αυτό είδος, που μεσουρανούσε τότε στην Ευρώπη και επιζητούσε με λαχτάρα τη δημιουργία ελληνικού μελοδράματος. Έτσι οι ελληνικοί μελοδραματικοί θίασοι,  όπως ο «Ωδικός Θίασος» με επικεφαλής το βαρύτονο Ροδόπουλο 1886 και ο θίασος του Διονύσιου Λαυράγκα (1905, 1908, 1911), που επισκέπτονται τη Σμύρνη, βρίσκουν την αμέριστη συμπαράσταση του ειδικού αυτού κοινού.

Παίζονται όλα τα γνωστά μελοδράματα («Τραβιάτα», «Φάουστ», «Αϊντα», «Τροβατόρε», «Ριγκολέτο» κ.ά.), καθώς και ελληνικά μουσικά έργα με πρώτο τον «Υποψήφιο βουλευτή» του Σπυρίδωνα Ξύνδα. Στη συνέχεια το μελόδραμα θα δώσει τη θέση του στην οπερέτα που ανθεί από το 1909-1922 (θίασος μελοδραματίων Ιωάννη Παπαϊωάννου 1909, 1910, 1912, 1920, με πρωταγωνίστρια τη Μελπομένη Κολυβά, θίασοι Ελληνικής Οπερέτας το 1911 με τους Σωσώ Κανδύλη, Νίκο Αφεντάκη και Γιάννη Πρινέα, Οπερέτας Γεώργιου Λαγκαδά το 1912 και Οπερέτας Έλλης Αφεντάκη 1919, 1920, 1922).

Παράλληλα το νέο μουσικό θέατρο, η επιθεώρηση, στηριζόμενο στο ευρύ κοινό, θα γνωρίσει στη Σμύρνη μεγάλη επιτυχία. 

Το 1908 με την εκδήλωση του κινήματος των Νεότουρκων και την κατάργηση της χαμιτικής λογοκρισίας, παρατηρείται ένα θεατρικό ξέσπασμα που επέτρεψε το ανέβασμα έργων που μέχρι τότε ήταν απαγορευμένα από τις τουρκικές αρχές. Μέσα στο κλίμα αυτό της φιλελευθεροποίησης και της πρόσκαιρης, όπως αποδείχτηκε προοδευτικότητας, αναπτύχθηκε η σμυρναϊκή επιθεώρηση με σατιρικό κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η πρώτη γνωστή σμυρναϊκή επιθεώρηση είναι τα «Πανιώνια» του 1909  με κείμενα του δημοσιογράφου Ευάγγελου Παντελίδη. Θα ακολουθήσουν οι επιθεωρήσεις «Κορδελιώτισσες Κούκλες», ο «Σμυρνέϊκος Παπαγάλος», το «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Σμύρνης» (1917), τα «Σμυρνέϊκα γέλια» του Λαίλιου Καρακάση. Έτσι αρχίζει μία περίοδος ακμής της σμυρναϊκής επιθεώρησης, με διακεκριμένους επιθεωρησιογράφους τους: Ευάγγελο Παντελίδη, Χρ. Παπαζαφειρόπουλο, Σύλβιο, Λαίλιο Καρακάση, Ανδρέα Κουτούβαλη, Σταύρο Κουκουτσάκη, Θεοδόση Δανιηλίδη, Γιάννη Αναστασιάδη, Νέστορα Λάσκαρη κ.ά. Τα έργα της σμυρναϊκής επιθεώρησης παίζονται από περιοδεύοντες θιάσους, που τα μεταφέρουν και στην αθηναϊκή σκηνή, κυρίως όμως από  ντόπιους θιάσους.

Στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με τον αποκλεισμό της Σμύρνης από τους Συμμάχους και την έλλειψη κάθε επικοινωνίας με την Ελλάδα και την Ευρώπη άνθησε το καθαρά σμυρνέϊκο θέατρο με δεκάδες επιθεωρήσεις Σμυρνιών συγγραφέων, οι οποίες  παίχτηκαν από ντόπιους θιάσους (όπως: ο «Καλλιτεχνικός  Θίασος Σμύρνης» (1917-1919) που αποδείχτηκε ανώτερος από κάθε άλλον στο είδος του, ο «Πατριωτικός Θίασος» των Βιργινίας Δελενάρδου και Βάσου Αργυρόπουλου (1919), ο Θίασος του Βάσου Αργυρόπουλου (1920), ο «Σμυρναϊκός Μουσικός Θίασος» (1920), το «Ελληνοϊταλορωσικό Μελόδραμα» (1920), ο «Θίασος Εθνικής Ελληνικής Σκηνής» (1920) και αυτός της Αλεξάνδρας Καλλινέα (1920-1922).

Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονιστεί ότι παράλληλα με τους επαγγελματικούς θιάσους, περιοδεύοντες και ντόπιους, πρόζας ή μουσικού θεάτρου, τη θεατρική ζωή στη Σμύρνη εμπλουτίζει και η ερασιτεχνική θεατρική δραστηριότητα. Οι ποικιλώνυμες συσσωματώσεις της σμυρναϊκής ελληνικής κοινότητας, που εμφανίζονται πολυπληθείς από το 1860 και μετά, θα περιλάβουν στις δραστηριότητές τους τη διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων, είτε ως μέσο εξασφάλισης πόρων για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους (κοινωνικών, φιλεκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών κ.ά.), είτε για να εντρυφήσουν στη θεατρική τέχνη, μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κίνησης για την πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού. Ο κοινωνικός αυτός χώρος, όπου δραστηριοποιούνται συνήθως νεαρά δυναμικά άτομα που αργότερα θα διακριθούν στις επιστήμες, στις τέχνες, στα γράμματα και στο εμπόριο, αλλά και επιφανή μέλη της σμυρναϊκής κοινωνίας, ήδη επαγγελματικά και κοινωνικά καταξιωμένα, θα εκθρέψει θεατρικούς συγγραφείς και ηθοποιούς που θα εξελιχθούν σε επαγγελματίες.

Οι ερασιτεχνικές παραστάσεις δίνονται είτε από μέλη των διαφόρων αυτών συλλογικών οργάνων, είτε συστήνονται ανεξάρτητοι φιλοδραματικοί σύλλογοι για να υπηρετήσουν το θέατρο. Ενδεικτικά αναφέρονται τα μέλη του Αναγνωστηρίου Σμύρνης «Ομόνοια» (1869), ο «Φιλοδραματικός Όμιλος Σμύρνης» (1870), ο «Φιλοδραματικός Σύλλογος Σμύρνης» (1877), ο Φιλοδραματικός Σύλλογος «Αισχύλος» (1894, 1897, 1906), ο Ερασιτεχνικός Θίασος «Απόλλων» (1903), ο Φιλοδραματικός Σύλλογος «Θέσπις» (1905), ο Ερασιτεχνικός Θεατρικός Σύλλογος «Σαίξπηρ» (1909), ο «Σμυρναϊκός Φιλοδραματικός Σύλλογος Ερασιτεχνών» (1910), ο Ερασιτεχνικός Θίασος από Έλληνες, Γάλλους, Άγγλους, Ιταλούς και Εβραίους Σμυρνιούς (1915), η ομάδα Σμυρναίων συγγραφέων και ερασιτεχνών (1917), ο «Ερασιτεχνικός Όμιλος της Καραντίνας» (1919) και ο «Όμιλος Φιλοτεχνών Σμύρνης» (1919).

Στον κύκλο της ερασιτεχνικής δράσης εντάσσεται και η σχολική θεατρική δραστηριότητα με προεξάρχοντες τους μαθητές της Ευαγγελικής Σχολής, που μετέχουν στην κίνηση για την αναβίωση του αρχαίου δράματος, παίζοντας «Οιδίποδα Τύραννο» σε μετάφραση Νικόλαου Κοντόπουλου (1870) και «Μήδεια» στο πρωτότυπο (1898), καθώς και οι μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Σμύρνης, που δίνουν παραστάσεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς υπό την καθοδήγηση της φωτισμένης παιδαγωγού και λογίας Σαπφούς Λεοντιάδος.

Όλη αυτή η τεράστια θεατρική δραστηριότητα είχε ανάγκη και τους κατάλληλους χώρους για να αναπτυχθεί. Έτσι μετά το θέατρο «Ευτέρπη», το πρώτο μεγάλο θέατρο της Σμύρνης, που ήδη μνημονεύσαμε, ακολουθούν το 1862 το θέατρο «Καμεράνο» ή «Θέατρο Σμύρνης», που καταστρέφεται από πυρκαγιά το 1884, τα θερινά θέατρα «Αλάμπρα» και «Ελδοράδο», που αργότερα μετονομάζεται σε «Απόλλων», το «Κονκόρδια» που το 1886 διαρρυθμίζεται σε χειμερινό και το θέατρο της Προκυμαίας, το κατόπιν θέατρο «Παρθενών». Το 1894 ανεγείρεται το θέατρο «Σπόρτιγκ Κλαμπ» στη θέση του παλαιότερου θεάτρου «Ολύμπια», ευρωπαϊκών προδιαγραφών με 600 θέσεις, που το 1920 μετονομάζεται σε θέατρο «Κυβέλης» προς τιμή της μεγάλης ηθοποιού και αποτελεί τον πυρήνα της θεατρικής ζωής μέχρι την καταστροφή. Παράλληλα με τα θέατρα, παραστάσεις δίνονταν και σε καφενεία (π.χ. καφενείο «Κιβωτός»).

Δύο από αυτά μετετράπησαν σε θέατρα, το καφενείο του Λουκά («Θέατρο Λουκά» ή «Θέατρο Σμύρνης») και το καφενείο Μπέλλα-Βίστα (θέατρο «Παράδεισος»).  Την αυγή του 20ού αιώνα κτίζεται το «Θέατρο Χαβούζας» (1900) στον Μπουρνόβα, ενώ μικρά θέατρα, συνήθως θερινά, ξεπροβάλλουν σε διάφορα προάστια και συνοικίες της πόλης, όπου φιλοξενούνται συνήθως δευτερεύοντες θίασοι (στο Κορδελιό, στον Μπουτζά, στο Γκιόζ Τεπέ, στην Τερψιθέα, στη συνοικία της Ευαγγελίστριας και στη συνοικία Ταμπάχανα του Αγίου Δημητρίου). Εκτός από το «Σπόρτιγκ Κλαμπ», η θεατρική ζωή στη Σμύρνη εξυπηρετείται επίσης από τα θέατρα «Γκαίϋ», που κτίζεται το 1909 και αργότερα μεταβαπτίζεται σε «Ίριδα» και από το πολυτελές «Θέατρο Σμύρνης» το 1911, με το οποίο η Σμύρνη αποκτά ένα από τα ωραιότερα και κομψότερα θέατρα των Βαλκανίων και της Ανατολής, καθώς επίσης από το θερινό θέατρο «Σπλέντιτ» και το θέατρο «Κραίμερ».

Η μακροχρόνια παρουσία τόσο του ξένου θεάτρου όσο και του ελληνικού ήταν φυσικό να δημιουργήσει ένα ευρύ καλλιεργημένο κοινό, που αποτέλεσε το φυτώριο, μέσα από το οποίο ξεπήδησαν νέοι θεράποντες της θεατρικής τέχνης. Έτσι η Σμύρνη μπόλιασε την ελληνική σκηνή με νέους ηθοποιούς που τίμησαν το όνομα του καλλιτέχνη πρώτα στην πατρίδα τους και αργότερα στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους μεγάλους ηθοποιούς Μήτσο Μυράτ (1878-1964), Κυβέλη Αδριανού (1887-1978) και Γιώργο Γληνό (1895-1966) αλλά και τους Νικόλαο Πεζόδρομο, Βασίλη Αργυρόπουλο, Αλεξάνδρα Καλλινέα, Μάριο Παλαιολόγο, Αντ. Τζινιόλη, Βασ. Δενδρινού, Στάσα Αμηρά, Ιωάννη Στυλιανόπουλο, Ζαζά Μπριλλάντη, Χρισ. Χειμάρα κ.ά.

Από το 1919 και ως το 1922, Σμυρνιοί ηθοποιοί συμμετείχαν επίσης στους στρατιωτικούς λεγόμενους θιάσους που ακολουθούσαν τα ελληνικά στρατεύματα στο μέτωπο, φροντίζοντας για την εμψύχωση των στρατιωτών. Στο μέτωπο της Μικράς Ασίας πολεμούσαν και έδιναν παραστάσεις οι: Γιώργος Γληνός, Ιωάννης Αυλωνίτης, Ηλίας Βεργόπουλος, Άγγελος Μαυρόπουλος, Μουσούρης, Γεώργιος Σαραντίδης, επίσης οι  Σημηριώτης, Κυριάκος Μαυρέας,  Νίκος Περδίκης,  Δημήτριος Σιμόπουλος,  Στέφανος Καλουτάς κ.ά. αλλά και γυναίκες ηθοποιοί, όπως οι Αθηνά Λοράνδου, Κατίνα Καλουτά,  Αθηνά Σημηριώτου,  Αγγελική Ζερβίδου,  Αλέκα Νικολάου κά.

Στο μοιραίο για την τύχη της Σμύρνης 1922 εντοπίζονται να δίνουν παραστάσεις: ο θίασος οπερέτας της Έλλης Αφεντάκη, ο οποίος, μετά από  δέκα μόνο παραστάσεις, αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη. Στις 26 Μαρτίου φθάνει ο ιταλικός θίασος της Οδέττης Μαριόν που δίνει με επιτυχία παραστάσεις, με οπερέτες του Λέχαρ, καθώς και το μελόδραμα «Μαντάμ Μπατερφλάϋ». Και αυτός μετά από 15 παραστάσεις αναχωρεί για τη Θεσσαλονίκη.

Το Πάσχα φθάνει ο θίασος των αδελφών Νέζερ, Κωνσταντίνου και Μαρίκας, τα γνωστά «Νεζεράκια». Πρόκειται για πολυπρόσωπο (25μελή) μουσικό θίασο που αρχίζει να δίνει παραστάσεις στο θέατρο «Κυβέλης», με επιθεωρήσεις και κωμωδίες μετ’ ασμάτων. Το θέατρο γεμίζει καθημερινά με πολίτες και αξιωματικούς που έρχονται να δουν τον «Βαπτιστικό», το «Σινεμά καμπαρέ» του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, «Τα σκαπανάκια» και άλλες γνωστές επιθεωρήσεις της εποχής.

Ο τελευταίος ελληνικός θίασος που πηγαίνει στη Σμύρνη είναι ο μουσικός θίασος του Ζαχαρία Μέρτικα που έρχεται τον Ιούνιο 1922 και μένει έως τη μικρασιατική καταστροφή και ο ιταλικός μελοδραματικός θίασος του Σερνέλα ,πενήντα ατόμων με λυρικούς καλλιτέχνες μεγάλης αξίας. Οι παραστάσεις δίνονται στο θέατρο «Κυβέλης», όμως πλέον το κοινό είναι αραιό. Το ρεπερτόριο του περιλαμβάνει «Τόσκα», «Αΐντα», «Τραβιάτα», «Ερνάνη», «Παλιάτσους», «Τροβατόρε», «Καβαλλερία Ρουστικάνα» κλπ. Στις 21 Αυγ. παίζεται η «Αϊντα» του Βέρντι, μια όπερα συμβολική για την εξέλιξη των γεγονότων της Σμύρνης. Η σκλάβα ηρωϊδα από την Αιθιοπία που πεθαίνει θα μπορούσε κάλλιστα να συμβολίζει τον χαμό της Σμύρνης και ολόκληρης της Ιωνίας. Η τελευταία παράσταση δίνεται στις 22 Αυγ., ένα μήνα πριν την καταστροφή, με την «Μποέμ» του Πουτσίνι.

Έτσι το θέατρο, μία αντιπροσωπευτική έκφραση της πολιτιστικής δημιουργίας  του μείζονος Ελληνισμού, μετά από ογδόντα χρόνια ακμαίας πορείας θα διακοπεί βίαια, παρασυρόμενο μέσα στη δίνη των γεγονότων. Ακολουθώντας τη μοίρα των ξεριζωμένων, άλλοι ηθοποιοί πέφτουν ηρωϊκά και άλλοι, ύστερα από χίλιες περιπέτειες και ταλαιπωρίες σώζονται.

Η Σμύρνη, η μυρόεσσα αυτή πόλη της καθ’ ημάς Ανατολής, γενέτειρα σημαντικών προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των τεχνών, έμελλε μετά την καταστροφή να μπολιάσει με το αίμα των παιδιών της την πολιτιστική ζωή της ηπειρωτικής Ελλάδας και ιδιαίτερα αυτή της αθηναϊκής ζωής. Μία σειρά πνευματικών ανθρώπων, διακεκριμένων και μη, θα συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στην ελληνική πρωτεύουσα.

Ο Χρήστος Σολομωνίδης στο έργο του «Το θέατρο στη Σμύρνη» παραθέτει μία πλειάδα ονομάτων που δεν θα τα επαναλάβω για να μη σας κουράσω. Ενδεικτικά αναφέρω τους πλέον επιφανείς: την ηθοποιό Ειμαρμένη Ξανθάκη (1884-1925) η οποία ήδη από τις αρχές του αιώνα ήρθε στην Αθήνα και αναδείχτηκε σε πρωταγωνίστρια της «Νέας Σκηνής» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, τον Μήτσο Μυράτ (1878-1964), διαπρεπή πρωταγωνιστή και θιασάρχη του ελληνικού θεάτρου που μαθήτευσε στη Βασιλική Δραματική Σχολή με δάσκαλο τον Θωμά Οικονόμου. Συνεργάστηκε και αυτός με τη «Νέα Σκηνή» του Κ. Χρηστομάνου, όπου γνώρισε την ανερχόμενη νέα ηθοποιό Κυβέλη Αδριανού την οποία και παντρεύτηκε.

Μετά τη διακοπή της λειτουργίας της «Νέας Σκηνής» πέρασε το 1907 στο θίασο της επίσης ανερχόμενης Μαρίκας Κοτοπούλη, ανταγωνίστριας της Κυβέλης. Αυτό σήμανε και το τέλος του πρώτου γάμου του. Παντρεύεται στη συνέχεια την αδελφή της Κοτοπούλη, Χρυσούλα και συνεργάζεται πλέον με το θίασο της μεγάλης πρωταγωνίστριας για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Ο θίασος Κοτοπούλη-Μυράτ θα έχει μια πληθωρική παρουσία την περίοδο του μεσοπολέμου με τους δύο τους να πρωταγωνιστούν στα σημαντικότερα έργα του ελληνικού και ξένου ρεπερτορίου. Από το 1935-1950 θα βρεθεί επίσης στο Εθνικό Θέατρο.

Ο Μ. Μυράτ άφησε και αξιόλογη συγγραφική εργασία (αυτοβιογραφία, θεατρικές διασκευές και μεταφράσεις πολλών ξένων έργων), καθώς και δύο αξιόλογους απογόνους τη Μιράντα Μυράτ και τον Δημήτρη Μυράτ. Άλλος επιφανής ηθοποιός, ο Γιώργος Γληνός (1895-1966) ξεκίνησε την καριέρα του συμμετέχοντας σε θιάσους ψυχαγωγίας των στρατιωτών στο μικρασιατικό μέτωπο. Μετά το 1922 εντάχθηκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη και την ακολούθησε το 1929 στην περιοδεία της στην Αίγυπτο. Από το 1932 εντάχθηκε στο καλλιτεχνικό δυναμικό του «Εθνικού Θεάτρου», όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του, με εξαίρεση κάποιες ενδιάμεσες εμφανίσεις του στο ελεύθερο θέατρο (Θίασο Ενωμένων Καλλιτεχνών το 1945 με τον Αιμίλιο Βεάκη). Ο Γληνός διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους του κλασικού δραματολογίου και σε αρχαίες τραγωδίες.

Στο χώρο του λυρικού θεάτρου ξεχώρισε ο υψίφωνος Ιωάννης Κοκκίνης, ενώ στην επιθεώρηση η Ζαζά Μπριλλάντη και η Κούλα Γκιουζέπε. Στο χώρο του ελαφρού θεάτρου ο Ζαχαρίας Μέρτικας συνέχισε στην Αθήνα  και μετά στην Κοκκινιά τις παραστάσεις του θιάσου του με επιθεωρήσεις και ελαφρές κωμωδίες.

Στο χώρο της σκηνοθεσίας ξεχωρίζουν ο σμυρναϊκής καταγωγής Θωμάς Οικονόμου και ο Πέλος Κατσέλης.

Όσον αφορά τη δραματουργία, οι Σμυρνιοί συγγραφείς έδωσαν λαμπρά δείγματα γραφής στην επιθεώρηση (Λαίλιος Καρακάσης, Απόστολος Μαγγανάρης, Σύλβιος). Άλλοι σημαντικοί συγγραφείς είναι Νίκος Τουτουντζάκης, τα αδέλφια Άγγελος και Γιώργος Σημηριώτης, ο Ντόλης Νίκβας, ο Αλέκος και ο Δημήτρης Φωτιάδης (πατέρας και γιος) αλλά και άλλοι λόγιοι που ασχολήθηκαν με τη θεατρική μετάφραση και διασκευή.

Κυρίες και Κύριοι

Ελπίζω να μην σας κούρασα με την παράθεση τόσων ονομάτων. Σήμερα για τους σύγχρονους Έλληνες συνιστά φόρο τιμής η μνημόνευση όλων αυτών των συντελεστών της σμυρναϊκής θεατρικής δημιουργίας που αποτελεί σταθμό στην ιστορία του μείζονος ελληνισμού, αλλά και σημαντική συμβολή στην πολιτισμική ιστορία του νεώτερου Ελληνισμού.

Σας ευχαριστώ πολύ.

ΠΗΓΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Αγγελομάτης, Χρ. «Οι στρατιωτικοί θίασοι: Αναδρομή στο παρελθόν», Καλλιτεχνικά,  αρ.φ.3, 3 Μαρτίου 1962.
  2. Αλτουβά, Αλεξία. Το φαινόμενο του γυναικείου βεντετισμού στην Ελλάδα το 19ο αιώνα. Διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών,
  3. τ. Α΄, Αθήνα, 2008.
  4. Σιμόπουλος Μ. Οι ηθοποιοί στον πόλεμο, Αθήνα, Καμινάρης, 1935.
  5. Σολδάτος, Χρίστος. Η εκπαιδευτική και πνευματική κίνηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας: 1800-1922, Αθήνα, Γρηγόρης, 1991.
  6. Σολομωνίδης, Χρήστος. Η δημοσιογραφία στη Σμύρνη 1821-1922, Αθήνα, 1959.
  7. Σολομωνίδης, Χρήστος. Η παιδεία στη Σμύρνη, Αθήνα , 1961.
  8. Σολομωνίδης, Χρήστος. Το θέατρο στη Σμύρνη: 1637-1922, Αθήνα , 1954.
  9. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις. «Το ελληνικό θέατρο στη Σμύρνη: Μία συνοπτική παρουσίαση». Στον τόμο: Το θέατρο στην καθ’ ημάς Ανατολή. Κωνσταντινού­πολη και Σμύρνη: Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006, σσ. 183-193.
  10.  Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Το θέατρο στην ελληνόφωνη εκπαίδευση της Σμύρνης και η παιδαγωγός Σαπφώ Λεοντάς», Σμύρνη: Η ανάπτυξη μιας μητρόπολης της Ανατολικής Μεσογείου (17ος αιώνας – 1922): Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Υμηττός, 20-23 Σεπτ. 2012. Επιμ. Ιωάννης Καραχρήστος, Παρασκευάς Ποτηρόπουλος, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 2016, σσ 453-466.
  11. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, Το θέατρο στην καθ’ ημάς Ανατολή: Κων­σταντινούπολη – Σμύρνη, Οκτώ μελετήματα, Αθήνα, Πολύτροπον, 2006.
  12. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Μικρά Ασία: Εκπαίδευση – Πνευματική Παραγωγή – Πολιτισμός – Θέατρο 1821-1922». Στον τόμο: Η ιστορία της Μικράς Ασίας τόμ. 5: Από το 1821 έως το 1919. Επιμ. Αρτέμης Ψαρομηλίγκος,  Βασιλική Λάζου, Αθήνα, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία,  2011, σσ 91-126.
  13. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις. «Η πρόσληψη της ευρωπαϊκής δραματουργίας  στην καθ’ ημάς Ανατολή: Μεταφράσεις – Εκδόσεις: Μία συνολική εκτίμηση». Στα: Πρακτικά του Β΄ Πανελλήνιου Θεατρολογικού Συνεδρίου «Σχέσεις του νεοελληνικού θεάτρου με το ευρωπαϊκό: Διαδικασίες πρόσληψης στην ιστορία της ελληνικής δραματουργίας από την Αναγέννηση ως σήμερα,18-21 Απρ. 2002,Αθήνα, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Ergo, 2004, σσ. 179-192.
  14. Σταματοπούλου-Βασιλάκου, Χρυσόθεμις, «Η σμυρναϊκή δραματουργία: Πρωτότυπες θεατρικές εκδόσεις στη Σμύρνη του 19ου αιώνα», Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ. ΙΣΤ΄, 2009, σσ 211-287.
  15. Σκανδάλη, Αγγελική. Μουσικοθεατρικές δραστηριότητες της οικογένειας Μέρτικα στη Σμύρνη και στην Αθήνα: Τέλη 19ου  – αρχές 20ού αιώνα. Θεσσαλονίκη, 2001.
  16. Ταμπάκη, Άννα. Η νεοελληνική δραματουργία και οι δυτικές επιδράσεις: 18ος – 19ος αιώνας: Μία συγκριτική επίδραση. 2η έκδ., Αθήνα, Ergo, 2002.
  17. Ταμπάκη, Άννα. Το νεοελληνικό θέατρο 18ος-19ος αιώνας: Ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Αθήνα, Δίαυλος, 2005.
  18. Χατζηπανταζής, Θόδωρος. Από του Νείλου μέχρι του Δουνάβεως: Το χρονικό ανάπτυξης του ελληνικού επαγγελματικού θεάτρου στο ευρύτερο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου. τ. Α2, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002.

Μπορείτε να παρακολουθήσετε την ομιλία της κας Βασιλάκου στο βίντεο της εσπερίδας, στον παρακάτω σύνδεσμο στο κανάλι του Δήμου Καισαριανής στο YouTube:

“Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες” – YouTube

Περισσότερες πληροφορίες για την εσπερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

«Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Τις υπόλοιπες ομιλίες της εσπερίδας του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου του Δήμου Καισαριανής «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» με τίτλο «Η Μικρασιατική Καταστροφή και η επιρροή της στη νεοελληνική λογοτεχνία, το θέατρο και τις τέχνες» μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

Η ομιλία της κας Έρης Σταυροπούλου, Ομότιμης καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας Ε.Κ.Π.Α.:

Η Μικρασιατική Καταστροφή στη Νεοελληνική Πεζογραφία: 1922-2022 • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Η ομιλία της κας Τόνιας Καφετζάκη, Δρ. Κοινωνιολογίας Παντείου Παν/μίου, Συγγραφέας του “Προσφυγιά & Λογοτεχνία”:

«Από το “τραύμα” στην “ανασύνταξη”. Η προσφυγική εμπειρία του 1922 στη μεσοπολεμική πεζογραφία • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Η ομιλία του κου Αντώνη Νικολόπουλου (Soloup):

1922- Προβολές του χθες και του σήμερα μέσα από το graphic novel “Αϊβαλί” • Δήμος Καισαριανής (kaisariani.gr)

Πρόσφατα άρθρα

Μετάβαση στο περιεχόμενο