Ομιλία του Αναστάση Γκίκα, Διδάκτορος Πολιτικών Επιστημών Πανεπιστημίου του York στην 9η ημερίδα του Ανοιχτού Διαρκούς Συνεδρίου «100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή» του Κέντρου Μικρασιατικού Πολιτισμού & Ανάδειξης Σύγχρονης Ιστορίας του Δήμου Καισαριανής “Όψεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας 1919-1922”
«Όποιος ξεχνά την Ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει» λέει ένα γνωστό ρητό. Και όντως, έτσι είναι. Το γεγονός ότι, φέτος, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, καταγράφηκε ρεκόρ ξεριζωμένων στην Ιστορία της ανθρωπότητας, στέκεται -δυστυχώς- αδιάψευστος μάρτυρας ως προς αυτό.
Γιατί, βεβαίως, πόλεμος και προσφυγιά, δεν αποτελούν φυσικά φαινόμενα. Έχουν αιτίες, που αν δεν εμβαθύνουμε σε αυτές, και αν δεν αντλήσουμε τα απαραίτητα ιστορικά διδάγματα, τότε, είμαστε όντως καταδικασμένοι να βιώνουμε τα ίδια δεινά, τις ίδιες καταστροφές, ξανά και ξανά.
Γι’ αυτό και στην παρουσίασή μας, δεν θα κάνουμε αυτό που γίνεται συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις και περιστάσεις: δηλαδή μια απλή περιγραφή των τραγικών συνεπειών του μικρασιατικού πολέμου. Αλλά θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στο μεγάλο γιατί. Γιατί συνέβησαν τα όσα συνέβησαν. Πως φτάσαμε ως εκεί. Προσδοκώντας, όχι φυσικά να καλύψουμε όλα τα κενά της Ιστορίας, αλλά τουλάχιστον να αποβούμε χρήσιμοι, δίνοντας το έναυσμα για περαιτέρω σκέψη και γόνιμο προβληματισμό.
Αναζητώντας λοιπόν τους παράγοντες που συντέλεσαν στη Μικρασιατική Καταστροφή, θα πρέπει να πάμε λίγο πίσω.
Καταρχάς, πως και γιατί μπήκαν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (όπως και οι αρμένικοι) στο στόχαστρο παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου; Άλλωστε, όπως αναφέρει αυτολεξεί ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος σε σχετική του έκθεση το 1914, έως τότε, «οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιατικοί πληθυσμοί δεν διέτρεχαν κάποιον άμεσο κίνδυνο από αντίπαλους εθνικισμούς (…) ή από τις οθωμανικές αρχές». Τι συνέβη λοιπόν; Τι άλλαξε;
Πράγματι, από τις 5.000 και πλέον μαρτυρίες προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που εμπεριέχονται στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, προκύπτει πως η συντριπτική πλειοψηφία των απλών, εργαζόμενων ανθρώπων, χριστιανών και μουσουλμάνων, ζούσε αρμονικά ο ένας δίπλα στον άλλο: μοιράζονταν τις γιορτές και τις λύπες τους, τις ελπίδες για το μέλλον των παιδιών τους, τις αγωνίες της επιβίωσης, κοκ. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι μαρτυρίες των προσφύγων του ‘22 που περιγράφουν τους μέχρι πρότινος Τούρκους γείτονές τους να τους παρακαλούν κλαίγοντας να μην φύγουν με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών. Άλλοι τους εμπιστεύτηκαν ακόμη και τα κλειδιά από τα σπίτια τους με την ελπίδα πως κάποια μέρα ίσως και ξαναγυρνούσαν.
Το πρόβλημα όμως δεν γεννήθηκε στις γραμμές των ανθρώπων του μόχθου (που, επί της ουσίας, δεν είχαν -ούτε έχουν ποτέ- να χωρίσουν κάτι μεταξύ τους). Το πρόβλημα δεν ξεκίνησε από τους «κάτω» με άλλα λόγια της οθωμανικής κοινωνίας, αλλά από τους «πάνω».
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, λοιπόν, οι Έλληνες έμποροι, βιομήχανοι και τραπεζίτες (αυτοί που με λίγα λόγια ονομάζουμε αστική τάξη), καθώς και οι Αρμένιοι ομόλογοί τους, έκαναν χρυσές δουλειές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πράγματι, 8 στα 10 εργοστάσια με πάνω από 10 εργάτες ανήκαν σε «χριστιανούς» κεφαλαιούχους, ενώ Έλληνες και Αρμένιοι τραπεζίτες δάνειζαν ακόμη και τον ίδιο το σουλτάνο. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι άρχοντες μια χαρά τα βρίσκαν μεταξύ τους, απομυζώντας -πολύ συχνά από κοινού- την χριστιανική και μουσουλμανική φτωχολογιά της αυτοκρατορίας.
Ήρθε όμως η ώρα όπου η τουρκική αστική τάξη, ανατρέποντας το σουλτάνο το 1908 (με το κίνημα των Νεότουρκων), άρχισε να διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία, όχι μόνο βεβαίως στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, αλλά -πρώτα και κύρια ίσως- της οικονομικής. Βασικό εμπόδιο σε αυτή της την επιδίωξη; Οι Έλληνες και Αρμένιοι κεφαλαιούχοι, που κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στο εμπόριο, τη βιομηχανία, τις τράπεζες και τη ναυτιλία.
Αρχικά, η σύγκρουση αυτή εκδηλώθηκε βασικά ως οικονομικός πόλεμος, με καμπάνιες και μποϋκοτάζ κατά επιχειρήσεων ελληνικών και αρμενικών συμφερόντων. Σύντομα, όμως, θα λάμβανε και οξύτερες, πιο βίαιες μορφές, διευρυνόμενη πέρα από τις οικονομικές ελίτ των μειονοτήτων, στο σύνολό τους.
Σε αυτό συντέλεσαν καταλυτικά δύο παράγοντες:
Πρώτον, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του ‘12-’13. Η απίστευτη αγριότητα των πολέμων αυτών, η ισοπέδωση ολόκληρων χωριών, οι σφαγές, οι βίαιες εκτοπίσεις πληθυσμών, κοκ., κατέδειξαν τον καταστροφικό τρόπο υλοποίησης των αλληλοεφαπτόμενων βαλκανικών μεγαλοϊδεατισμών σε μια περιοχή του κόσμου που -τότε- αποτελούσε ένα πραγματικό μωσαϊκό λαών. Ο βάρβαρος τρόπος διαμόρφωσης και επέκτασης των Βαλκανικών εθνών-κρατών, αλλά και ο τρόπος αξιοποίησης των μειονοτήτων (άλλοτε ως ευκαιρία και άλλοτε ως εμπόδιο) στις εκατέρωθεν επιδιώξεις, καθόρισε, σε μεγάλο βαθμό, και τη στάση της τουρκικής αστικής τάξης έναντι των μειονοτικών πληθυσμών της Αυτοκρατορίας.
Ο δεύτερος παράγοντας που επέδρασε καταλυτικά στις εξελίξεις, δεν ήταν άλλος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε κορύφωση των σφοδρότατων αντιθέσεων και ανταγωνισμών που εξελίσσονταν ήδη σε μια σειρά περιοχές του κόσμου γύρω από τον έλεγχο -και φυσικά την εκμετάλλευση- των πλουτοπαραγωγικών πηγών και αγορών τους. Ήταν, με άλλα λόγια, ένας γενικευμένος ιμπεριαλιστικός πόλεμος, στον οποίο, η αστική τάξη κάθε κράτους εισήλθε (συμμαχώντας με τον ένα ή τον άλλο αντίπαλο συνασπισμό, της Αντάντ ή των Κεντρικών Δυνάμεων), προκειμένου να αποσπάσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από την πολεμική λεία.
Να διευκρινίσουμε βεβαίως σε αυτό το σημείο, ότι αναφερόμαστε στις αστικές τάξεις, δηλαδή σε εκείνους που κατέχουν την οικονομική και πολιτική εξουσία κάθε χώρας, και όχι στους λαούς συνολικά, γιατί φυσικά, δεν είναι οι λαοί που αποφασίζουν, διεξάγουν ή ωφελούνται από αυτούς τους πολέμους. Κι ας είναι εκείνοι που καλούνται κάθε φορά να πληρώσουν με το αίμα τους το όποιο τίμημα.
Όντας λοιπόν πεδίο σύγκρουσης σημαντικών συμφερόντων και πριν τον πόλεμο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν άργησε να ενταχθεί σε αυτόν, συντασσόμενη με τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις (δηλαδή τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και τη Βουλγαρία).
Ταυτόχρονα, όμως, μπήκε και στο στόχαστρο του αντίπαλου στρατοπέδου (δηλαδή της Αντάντ) ως αντικείμενο πολεμικής λείας. Πράγματι, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και τσαρική Ρωσία θα μοιράζαν ξανά και ξανά τα εδάφη της αναμεταξύ τους, με αλλεπάλληλα παζάρια πάνω και κάτω από το τραπέζι, με μυστικές συμφωνία και πρωτόκολλα, προσπαθώντας διαρκώς να «ρίξουν» ο ένας τον άλλο στη μοιρασιά.
Την ίδια στιγμή δε που αποφάσιζαν αναμεταξύ τους για το ποιος θα πάρει τι, υπόσχονταν στους λαούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας «ελευθερία» και «ανεξαρτησία». Και πράγματι, οι αραβικοί λαοί τους πίστεψαν και ξεσηκώθηκαν εναντίον των Οθωμανών στο πλευρό των Συμμάχων. Αποτέλεσμα; Μετά τον πόλεμο, οι περιοχές τους έγιναν αποικίες, ενώ οι όποιες διαμαρτυρίες τους πνίγηκαν στο αίμα.
Η περίπτωση των Αράβων δεν είναι άσχετη προς την περίπτωση των χριστιανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καταδεικνύει το πως πραγματικά νοούν οι «ισχυροί της γης» την «αυτοδιάθεση των εθνών», το πως αξιοποιούν τους μειονοτικούς ή καταπιεζόμενους λαούς μιας περιοχής για την προώθηση -πρώτα και κύρια- των δικών τους συμφερόντων σε αυτή, το πως ξεδιάντροπα πατάνε στις ελπίδες τους για απαλλαγή από την εθνική καταπίεση και μια καλύτερη ζωή προκειμένου να τους εντάξουν στους σχεδιασμούς τους, το τι αξία έχουν οι όποιες υποσχέσεις-δεσμεύσεις τους. Όλα αυτά έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για τους δοκιμαζόμενους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στους οποίους, την ίδια περίοδο, καλλιεργούταν πλατιά η αυταπάτη μιας «έξωθεν» σωτηρίας.
Μέσα σε αυτό το κουβάρι, λοιπόν, των αδυσώπητων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και συγκρούσεων, ήρθαν να προστεθούν και οι επιδιώξεις της ελληνικής αστικής τάξης. Βασικότερη εξ αυτών υπήρξε αναμφίβολα η επέκταση στη Μικρά Ασία, της οποίας ο πλούτος τότε -σύμφωνα με το Βενιζέλο- αντιστοιχούσε σε μια ακόμη Ελλάδα.
Αρχικά, η προοπτική αυτή τέθηκε ως δέλεαρ για την είσοδο της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ. Ήταν δε τόσο δελεαστική, που ο Βενιζέλος δε δίστασε να συνεναίσει ακόμα και στην παραχώρηση της Καβάλας και της Δράμας στη Βουλγαρία, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος. Τι και αν δύο μόλις χρόνια πριν ο ίδιος είχε δηλώσει πως θεωρούσε ένα τέτοιο ενδεχόμενο αδιανόητο αφού θα σήμαινε, όχι μόνο «την παραχώρηση ελληνικοτάτων πληθυσμών» σε ένα άλλο κράτος, αλλά και «έκθεση της ασφαλείας της [χώρας] προς την Θεσσαλονίκην.» Απ’ ότι φαίνεται όμως, όλα μπορούν να γίνουν αντικείμενο παζαριού, αρκεί να προκύψει το κατάλληλο αντίτιμο.
Εισερχόμενη βεβαίως στους ανταγωνισμούς για τη νομή της πολεμικής λείας επί της οθωμανικής αυτοκρατορίας η ελληνική αστική τάξη ήρθε αντιμέτωπη με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις άλλων διεκδικητών. Όπως η Ιταλία, στην οποία μάλιστα οι «σύμμαχοι» είχαν υποσχεθεί τη Σμύρνη ήδη από το 1916 (για την υπομονεύσουν στη συνέχεια). Αλλά και η Γαλλία, που συν τοις άλλοις αντιμετώπιζε τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης ως προέκταση των αντίστοιχων βρετανικών, με τα οποία βρισκόταν σε διαρκή, όσο και μόνιμη αντιπαλότητα (τόσο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής όσο και αλλού).
Έτσι, οι Ιταλοί θα αρχίσουν να προμηθεύουν με οπλισμό τις κεμαλικές δυνάμεις ήδη από την επομένη της απόβασης ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, ενώ στις 12 Μαρτίου του 1921 θα συνυπογράψουν και Σύμφωνο αναγνώρισης των ιταλικών συμφερόντων στην Αττάλεια με αντάλλαγμα την ιταλική υποστήριξη για την επιστροφή της Σμύρνης και της Θράκης στην Τουρκία. Μία μέρα νωρίτερα είχε υπογραφτεί αντίστοιχο γαλλοτουρκικό Σύμφωνο, ενώ την ίδια χρονιά, ο Βρετανός διπλωμάτης Χ. Νίκολσον θα παρατηρούσε έκπληκτος πως «ο ελληνικός στρατός στην Ανατολή βομβαρδίζονταν με κανόνια (…) και αεροπλάνα που παρείχαν στον Κεμάλ γαλλικές πηγές.»
Βεβαίως, και η ταύτιση ελληνικών και βρετανικών συμφερόντων θα αποδεικνύονταν σύντομα πρόσκαιρη, αφού σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενων ισορροπιών και συσχετισμών, τα συμφέροντα και οι συμμαχίες, οι φιλίες και οι έχθρες μεταξύ εκείνων που αποφασίζουν για τις μοίρες των ανθρώπων με γνώμονα τα κέρδη τους, είναι πολύ σχετικά, αλλάζοντας πιο συχνά και από τα πουκάμισα.
Ας μιλήσουμε όμως για τη Μικρασιατική Εκστρατεία; Πως φτάσαμε σε αυτή; Γιατί έγινε;
Έγινε για την προστασία των ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας; Αυτό άλλωστε υποστηρίζεται στην επίσημη αφήγηση των γεγονότων της περιόδου, έτσι δεν είναι;
Κι όμως, στα πρακτικά του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου της 20.4.1920, όπου συζητήθηκε το όλο θέμα, καταγράφηκε ξεκάθαρα το γιατί έγινε η Μικρασιατική Εκστρατεία, δίνοντας μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα από αυτή που μαθαίνουμε από τα γεννοφάσκια μας, την πραγματική εικόνα. Στην εν λόγω συνεδρίαση του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου, λοιπόν, συζητήθηκε μεταξύ των ηγετών της Αντάντ το εξής πρόβλημα που είχε προκύψει: Η ολοένα αναπτυσσόμενη ένοπλη τουρκική αντίδραση στον επιδιωκόμενο ιμπεριαλιστικό διαμελισμό της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, σήμαινε πως, οι Σύμμαχοι έπρεπε να επιλέξουν μεταξύ δύο πιθανών σεναρίων: Είτε να προβούν σε κάποιο συμβιβασμό (δηλαδή να περιορίσουν τη πολεμική τους λεία), είτε να επιδιώξουν την επιβολή του μάξιμουμ των διεκδικήσεών τους διά των όπλων.
Όπως ήταν μάλλον φυσικό και αναμενόμενο, επιλέχτηκε το δεύτερο. Ποιος όμως θα αναλάμβανε το εν λόγω έργο. Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να διαθέσει τις τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις που απαιτούνταν. Κανείς, εκτός του Έλληνα πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου, ο οποίος «είδε» σε αυτό, μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την ελληνική αστική τάξη προκειμένου να αυξήσει το δικό της κομμάτι από τη λεία του πολέμου.
Υπήρχε βεβαίως ένα πρόβλημα σε όλο αυτό. Σύμφωνα με το στρατιωτικό εισηγητή του θέματος –στρατάρχη Φος- οι στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων (ακόμα και με τις πρόσθετες που υπόσχονταν ο Βενιζέλος) απλά δεν επαρκούσαν για την ταυτόχρονη διασφάλιση των ζωτικών τους συμφερόντων στην περιοχή, για την πάταξη των δυνάμεων του Κεμάλ και για την προστασία των μειονοτήτων (συμπεριλαμβανομένου του υπό σύσταση κράτους της Αρμενίας). Έτσι, έπειτα από πρόταση του Βρετανού πρωθυπουργού Λόυντ Τζωρτζ και με την καταγεγραμμένη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου, συμφωνήθηκε πως οι στρατιωτικές δυνάμεις των συμμάχων, μια χαρά επαρκούσαν για τα δύο πρώτα (δηλαδή για τη διασφάλιση των συμφερόντων των συμμάχων και την πάταξη των κεμαλικών δυνάμεων). Και οι μειονότητες; Η προστασία τους παραπέμφθηκε στην κυβέρνηση του Σουλτάνου, που εκείνη την εποχή όμως δεν ήταν παρά μια μαριονέτα, μην έχοντας πρακτικά την οποιαδήποτε δύναμη να επιβάλλει το οτιδήποτε: γεγονός που το γνώριζαν όλοι τους, αφήνοντας συνειδητά τους άμαχους πληθυσμούς στην τύχη τους, προκειμένου να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.
Έτσι, με τη σύμφωνη γνώμη του Βενιζέλου, οι ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι, και μάλιστα την ίδια στιγμή, που η αναγωγή του ιμπεριαλιστικού διαμελισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε έναν ουσιαστικά ελληνοτουρκικό πόλεμο, τους έθεσε όσο τίποτε άλλο στο στόχαστρο της τουρκικής αστικής επιθετικότητας.
Το κατά πόσο εκείνοι που αποφάσιζαν για τις τύχες των πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του Πόντου υπολόγιζαν ή νοιάζονταν πραγματικά για τους ανθρώπους αυτούς στο πλαίσιο των όλων σχεδιασμών τους μπορούμε να το εντοπίσουμε και σε πληθώρα άλλων ντοκουμέντων:
Όπως, για παράδειγμα, στην επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα προς τον φίλο του Ι. Μεταξά το Δεκέμβρη του 1921, στην οποία και τόνιζε μεταξύ άλλων: «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες, εκτός ελαχίστων (…) Θα άξιζε πράγματι να παραδώσουμε την Σμύρνη εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς τους αχρείους.» Να σημειώσουμε εδώ, πως ο πρίγκιπας Ανδρέας, δεν ήταν απλά επισκέπτης στη Μικρά Ασία όταν έγραφε τα παραπάνω, αλλά Διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού της Στρατιάς Μικράς Ασίας.
Ακόμα όμως πιο ανατριχιαστικά είναι τα τηλεγραφήματα των ελληνικών αρχών παραμονές της Καταστροφής: «Καθησυχάσατε κατοίκους και απαγορεύσατε ομαδικήν τυχόν αναχώρησίν των». «Χριστιανικός πληθυσμός κατελήφθη [υπό] πανικού [και] ζητεί [να] αναχωρήση (…). Τον συγκρατούμεν και εμποδίζομεν αναχώρησιν.»
Όταν ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης –και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου- Αρ. Στεργιάδης ρωτήθηκε γιατί δεν φρόντισε για την έγκαιρη εκκένωση των δοκιμαζόμενων ελληνικών πληθυσμών προς την ασφάλεια τις κρίσιμες εκείνες μέρες, απάντησε: «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ», είπε, «γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα.»
Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία υπήρξε ένας πόλεμος απίστευτης αγριότητας. Από τη μια, οι ελληνικοί άμαχοι πληθυσμοί, αξιοποιούμενοι ως το βασικό επιχείρημα για την προέλαση του ελληνικού στρατού, τέθηκαν στο στόχαστρο των κεμαλικών δυνάμεων ως ένα «επιχείρημα» που έπρεπε να εκλείψει (με μαζικές σφαγές, λεηλασίες, εκτοπίσεις αμάχων, κοκ.). Από την άλλη, οι βαναυσότητες του προελαύνοντος ελληνικού στρατού (καταστροφές τουρκικών χωριών, δολοφονίες, κλπ.) αποτέλεσαν τον καλύτερο στρατολόγο του Κεμάλ, ενώ έδωσαν «πάτημα» στις ωμότητες της άλλης πλευράς.
Στον χαρακτήρα και την αγριότητα του πολέμου αναφέρθηκε στα απομνημονεύματά του –κατά απρόσμενο ίσως τρόπο- ακόμη και ο μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς. Πράγματι, απευθυνόμενος σε στελέχη της κυβέρνησης το 1921, που τον επισκέφτηκαν προκειμένου να τον πείσουν να αναλάβει την αρχηγεία της Στρατιάς Μικράς Ασίας, ο Μεταξάς θα πει (καταγράφοντας στο ημερολόγιό του):
«Έχομεν να κάμωμεν με (…) ένα λαόν αγωνιζόμενον υπέρ της υπάρξεώς του. (…) Διότι πράγματι ζητείτε την κατάκτησιν εν Μ. Ασία (…). Ακόμη και εις την Σμύρνην χώραν είμεθα εθνολογικώς μειονότης. Εις δε το εσωτερικόν της Μ. Ασίας ολίγιστον πληθυσμόν ιδικόν μας έχομεν.» «Μας σφάζουν (…) εφ’ όσον εθέσαμεν ως πρόγραμμά μας την κατάκτησίν των εν Μ. Ασία. (…) Αλλά δεν σφάζωμεν και ημείς;» «Σφάζομεν, μου λέγει ο Εξαδάκτυλος [αρχηγός τότε του ΓΕΣ, προσθέτοντας:]. Βέβαια, θέλομεν και πρέπει να τους εξοντώσωμεν.» «Βλέπετε λοιπόν», κατέληξε ο Μεταξάς, «που μας άγει η πολιτική σας. Είναι πολιτική κατακτήσεως λαού μη εννοούντος να υποστή την κατάκτησιν (…).»
Βεβαίως, οι ενστάσεις του Μεταξά, δεν εκκινούσαν από κάποια ανθρωπιστική αφετηρία, αλλά από την εκτίμησή του πως η όλη μικρασιατική εκστρατεία ως εγχείρημα, ήταν πέρα από τις τότε δυνατότητες του ελληνικού κράτους, γι’ αυτό και ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Πρόκειται άλλωστε για μια εκτίμηση που είχε διατυπωθεί από πλήθος άλλων στρατιωτικών και διπλωματικών εμπειρογνωμόνων της εποχής, ντόπιων και ξένων.
Αλλά η ελληνική αστική τάξη δεν είχε άγνοια κινδύνου. Γνώριζε πολύ καλά τα ρίσκα του πολέμου. Ωστόσο, τα επιδιωκόμενα οφέλη ήταν τόσο μεγάλα, που ήταν διατεθειμένη για κάθε θυσία:
«Η Ελλάς», επαιρόταν από το βήμα της Βουλής ο τότε πρωθυπουργός Δ. Γούναρης, «διά των δυνάμεων του στρατού της δεν έχει μόνον ό,τι η συνθήκη [των Σεβρών] νομιμοποιεί» αλλά «αντί των 16 χιλιάδων χιλιομέτρων κατέχει εκατόν. Αντί του ενός εκατομμυρίου κατοίκων, έχει 3 εκατομμύρια»! Πόσοι όμως, από αυτά τα 3 εκατομμύρια, ήταν Έλληνες; Πόσο ακόμα πιο βαθειά στην Ανατολία έφταναν οι επιδιώξεις εκείνων που αποφάσιζαν για τις τύχες των ανθρώπων και σε πόσες ακόμη θυσίες από τον ελληνικό λαό θα εξαργυρώνονταν αυτές τους οι επιδιώξεις;
Ο ελληνικός λαός, από την άλλη μεριά, που στις εκλογές του 1920 είχε καταψηφίσει το Βενιζέλο προσδοκώντας στην ειρήνη και την αποστράτευση (για να δει ωστόσο τους αντιπάλους του, αντιβενιζελικούς, να ακολουθούν ακριβώς την ίδια πολιτική με το που εκλέχθηκαν), δεν ήταν διατεθειμένος να σηκώνει ες αεί, αδιαμαρτύρητα, τα δυσβάσταχτα βάρη του πολέμου.
Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν το καλοκαίρι του 1921 κηρύχθηκε γενική επιστράτευση, μόλις 1 στους 2 εξ αυτών που κλήθηκαν στα όπλα, παρουσιάστηκε να πολεμήσει. Γιατί συνέβη αυτό; Συνέβη επειδή ο ελληνικός λαός βρισκόταν επί ποδός πολέμου, ματώνοντας, επί μια σχεδόν δεκαετία. Επειδή όταν εκείνος έλειπε στο μέτωπο η οικογένειά του πεινούσε. Γιατί όταν επέστρεφε από το μέτωπο έβρισκε τους δικούς του ανθρώπους ξεσπιτωμένους από τα χρέη, το βιός του αρπαγμένο από τις τράπεζες και τους τσιφλικάδες. Γιατί, την ίδια στιγμή που εκείνος καλούταν να θυσιάσει τα πάντα, οι πλούσιοι συνέχιζαν να γίνονται πλουσιότεροι (ενδεικτικά να αναφέρουμε πως μόνο στα χρόνια του μικρασιατικού πολέμου οι Έλληνες εφοπλιστές διπλασίασαν τους στόλους τους).
Βασικός όμως λόγος υπήρξε και η κατάσταση στο μέτωπο: η αγριότητα του πολέμου, οι άθλιες συνθήκες σίτισης, η κακομεταχείριση των ανωτέρων, και βεβαίως η παντελής απαξίωση της ζωής των στρατευμένων παιδιών του. Χαρακτηριστική υπήρξε η αντίδραση του διοικητή Ι Μεραρχίας Αθ. Φράγκου στην ενημέρωσή του για τις απώλειες του στρατεύματος του το Σεπτέμβρη του 1921: «Αν έχουμε απώλειες δεν με νοιάζει», είπε. «Δεν τους πήρα με το μέτρο. Ας σκοτωθούνε όσοι – όσοι». Όπως χαρακτηριστική όμως ήταν και η αντίδραση των φαντάρων του 1/38 συντάγματος Καρδίτσας όταν μάθανε τα λεγόμενα του Φράγκου: «Αν ο Φράγκος ουρέ παιδιά δε μας λογαριάζει, μας λογαριάζει η μάννα μας. Καθήστε κάτου, ουρέ παιδιά. Δεν πάμε πουθενά κυρ λοχαγέ.»
Όλα όσα προαναφέραμε ενίσχυαν διαρκώς την πεποίθηση, πως πλούσιοι και φτωχοί δεν έπλεαν στην ίδια βάρκα, ούτε σε καιρούς ειρήνης, ούτε σε καιρούς πολέμου. Πως ο διεξαγόμενος πόλεμος δεν είχε να κάνει με τα συμφέροντα των πολλών, του απλού λαού, αλλά με τις επιδιώξεις των λίγων, των ισχυρών, ντόπιων και ξένων.
Η κατάληξη της μικρασιατικής εκστρατείας είναι γνωστή. Τον Αύγουστο του 1922 το μέτωπο θα καταρρεύσει, αφήνοντας πίσω του ανείπωτο πόνο και καταστροφή. Χιλιάδες οι νεκροί, οι τραυματίες και οι αγνοούμενοι, ακόμα περισσότεροι οι ξεριζωμένοι…
Η τελευταία όμως πράξη του μικρασιατικού πολέμου θα λάμβανε χώρα στη Λωζάνη, όπου επί 8 περίπου μήνες, οι «Σύμμαχοι» της Αντάντ, διεξήγαν σκληρότατες διαπραγματεύσεις προκειμένου να περισώσουν -τι πιστεύετε;- όσα το δυνατόν περισσότερα από την πολεμική τους λεία των Σεβρών. Πράγματι –και σε αντίθεση ίσως με την πλέον διαδεδομένη εντύπωση- η Λωζάνη δεν είχε να κάνει κυρίως με τις ελληνοτουρκικές διαφορές, αλλά με το κατά πόσο Βρετανία και Γαλλία θα διατηρούσαν και τι από τα «κεκτημένα» τους στη Μέση Ανατολή. Και εν τέλει, τα κράτησαν, με ελάχιστες απώλειες για τις ίδιες. Τι «θυσιάστηκε» για αυτό; Τα κεκτημένα του μικρότερου συμμάχου τους, της Ελλάδας. Και -κυρίως- οι ζωές των μειονοτικών πληθυσμών της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας. Όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων και των Κούρδων, για τους οποίους η Συνθήκη των Σεβρών είχε προβλέψει τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Όσο για τις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, αυτές βρήκαν τη «λύση» στο μειονοτικό τους πρόβλημα, ανταλλάσοντας τους ανεπιθύμητους πληθυσμούς τους με μια μονοκονδυλιά, ωσάν να μην επρόκειτο για ανθρώπους, αλλά για άψυχα αντικείμενα, μηδαμινής αξίας.
Θα πείτε, οι «πάνω», όσο εύκολα τσακώνονται, άλλο τόσο εύκολα και τα βρίσκουν. Εδώ, 10 μόλις χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, ο Βενιζέλος θα πρότεινε τον Κεμάλ για το Νόμπελ Ειρήνης!
Εν κατακλείδι, συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε συνέπεια τριών βασικών -πολλαπλά αλληλένδετων και πολλάκις αλληλοτροφοδοτούμενων- παραγόντων:
1ον. Των επιδιώξεων της τουρκικής αστικής τάξης για οικονομική και πολιτική κυριαρχία επί των εδαφών της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, τα οποία και θεωρούσε δικά της προκειμένου να χτίσει το έθνος-κράτος της.
2ον. Των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης για επέκταση στην πλούσια Μικρά Ασία, με οποιοδήποτε κόστος.
Και 3ον. Της διαπλοκής των παραπάνω επιδιώξεων με τη γενικότερη ιμπεριαλιστική σύγκρουση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τον οποίο, ολόκληρες χώρες και λαοί κατέστησαν λεία προς νομή και αναδιανομή ανάμεσα στα αντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Και αν αυτό το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου μας φαίνεται οικείο, είναι γιατί, οι ίδιοι αδυσώπητοι ανταγωνισμοί για πλουτοπαραγωγικές πηγές, αγορές και σφαίρες επιρροής συνεχίζονται βεβαίως ως και τις μέρες μας, γεννώντας διαρκώς νέους πολέμους και νέα καραβάνια ξεριζωμένων. Ως πότε; Ωσότου οι λαοί «μάθουν» από την Ιστορία τους και φροντίσουν οι ίδιοι ώστε να μπει τέλος σε αυτό τον απάνθρωπο νόμο του κέρδους, που δεν λογαριάζει τις ζωές τους, το βιός τους, το παρόν και το μέλλον τους.